Η κυρία Μαρία Ρεπούση από καιρό, ίσως χρόνια, διατύπωσε θέσεις σε πολύ σημαντικά θέματα τα οποία, άμεσα, συνδέονται με την κοινωνική συνοχή, στην πράξη η μεγίστη πλειοψηφία του Λαού δεν συμφωνεί αντίθετα, αντιδρά αρνητικά ακούγοντας τις απόψεις της.
Η κυρία Μαρία Ρεπούση είναι ακαδημαϊκός, μπορεί και έχει άποψη, πιστεύω αντιδρά με επιστημοσύνη στην άλλη θέση, την διαφορετική, από εκείνης άποψη. Λέχτηκαν ανεπίτρεπτες κουβέντες για την ίδια, είναι «μάγισσα», είναι «γραικύλα», είναι «βάρβαρη», ούτε το ένα, ούτε το άλλο της ταιριάζει, είναι η ελληνίδα με καλή παιδεία, έχει απόψεις, τις διατυπώνει, άλλοι τις δέχονται άλλοι όχι, αλλά μέχρι εκεί, τα υπόλοιπα δε χρειάζονται, οι υπερβολές δεν βοηθούν.
Με λίγες λέξεις να δούμε τι περίπου δήλωσε, μας είπε κατά καιρούς η Κυρία Ρεπούση:
.-Οι Έλληνες πρόσφυγες από την Τουρκία που διώχτηκαν, δεν έπαθαν κάτι κακό, ήταν πολλοί στην ακτή, μαζεύτηκαν πολλοί, δεν χωρούσαν, ήταν ένας συνωστισμός ανθρώπων, μπορούμε να το δούμε/ζήσουμε οπουδήποτε αλλού.
Ούτε εγώ, ούτε η κα Ρεπούση ήμασταν εκεί, εγώ έχω την μαρτυρία της Μάνας μου η οποία ήταν εκεί, μια γυναίκα με δύο παιδιά στην αγκαλιά της, τα αδέρφια μου. Έζησε τον εφιάλτη των ημερών εκείνων, της συγκεκριμένης προσφυγιάς. Τους έδειραν, τους ευτέλισαν τούρκοι στρατιώτες, αστυνομικοί, Τούρκοι πολίτες, αδιακρίτως γένους, φύλου, ηλικίας. Βίασαν κοπέλες και γυναίκες, όλες τις ημέρες μέχρι να «επιβιβαστούν» στο καράβι που θα τους έπαιρνε, είχαν το κεφάλι τους σκυφτό, έκρυβαν τα πρόσωπα τους, κρυβόντουσαν, προσπαθούσαν να αποφύγουν την οργή, την επιθετικότητα του κόσμου, ήταν πάντα εκεί ένστολοι, πολίτες, πολλοί άνδρες και γυναίκες.
Ο Πατέρας μου δεν ήταν μαζί με την Μητέρα μου και τα παιδιά τους, τα αδέρφια μου, τον κράτησαν στο στρατό, υπηρετούσε τη θητεία του, ήταν ο εγγράμματος έπρεπε να διεκπεραιώνει τα θέματα της μονάδας στην οποία υπηρετούσε, είχε πτυχίο του πανεπιστημίου Άγκυρας, «παιδείας και νομικής επιστήμης» από το 1912.
Οι αφηγήσεις του πατέρα μου, όταν ήρθε μετά δύο χρόνια και για πολλά χρόνια μετά, ήταν σκληρές, σκληρότερες από αυτές της Μητέρας μου. Εγώ όμως ήμουν μπροστά στις αφηγήσεις, τους διαλόγους, είδα πως και πόσο οι πρόσφυγες: Έλληνες που διώχτηκαν από την Τουρκία, αφήνοντας εκεί μια οργανωμένη ζωή, έζησαν χρόνια άσχημα, πείνασαν για δεκάδες χρόνια από την ημέρα αποβίβασης τους στον Πειραιά μέχρι την «αποκατάσταση μας» εδώ, στην πατρίδα μας.
Οι πρόσφυγες ζήσαμε αφόρητη κούραση και απαξία, σε σκηνές στα γήπεδα και τα χωράφια. Δεν ήταν λίγες οι ημέρες, εμείς τα παιδιά, βλέπαμε τους γονείς μας να κλαίνε, ζούσαν σε διαρκή κατάσταση αναμονής.
– Η γενοκτονία των Ποντίων για την κα Ρεπούση, σε ελεύθερη απόδοση, ήταν κάτι που έγινε και πέρασε, δεν το παίρνουμε μαζί μας. Πρόσφατα στην Βουλή συζητήθηκε σχέδιο νόμου για τον αντιρατσισμό , στο σχέδιο νόμου υπήρχε διάταξη με την οποία χαρακτηρίζονταν αξιόποινες πράξεις η πρόκληση μίσους, βίας, από την μη αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονιών και εγκλημάτων εναντίων της ανθρωπότητας.
Η κα Μαρία Ρεπούση, βουλευτής της ΔΗ ΜΑΡ, με την ιδιότητα της αυτή, ζήτησε να αποσυρθεί η συγκεκριμένη διάταξη η οποία αναφέρεται στην γενοκτονία, για την Ελλάδα η αναφορά αφορούσε την γενοκτονία των Ποντίων. Και στο παρελθόν -στη Βουλή-, όταν το προεδρείο ζήτησε να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή για την γενοκτονία των Ποντίων, η κα Μαρία Ρεπούση αποχώρησε από την αίθουσα».
Η γενοκτονία, γενικώς, αποτελεί απεχθές έγκλημα, κυρίαρχο σημείο αναφοράς του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, οι μονάδες, το άτομο, δεν επιδιώκουν την μοναδικότητα. Στην περίπτωση της γενοκτονίας των Ποντίων, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τον πόνο των απογόνων και την απαίτηση αναγνώρισης της γενοκτονίας, όπως έγινε σε περιπτώσεις άλλων χωρών
– Να μη διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά στο Λύκειο, να διδάσκονται από μετάφραση. Να διδάσκονται προαιρετικά μόνο για τους μαθητές που ακολουθούν μαθήματα κλασικής παιδείας».
Είναι η πρώτη φορά που άκουσα επιστήμονα-από τον κόσμο όλο- να ζητάει την διαγραφή της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά στον κόσμο απόρριψη των Αρχαίων Ελληνικών. Σε όλα τα Πανεπιστήμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των ανεπτυγμένων χωρών διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά. Ακόμα και ο Χίτλερ ζήτησε στην εκπαίδευση της χώρας του ζήτησε να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά στα σχολεία.
Στην έγκριτη εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα δηλώσεων που είχαν σχέση με τη διδασκαλία στα σχολεία των Αρχαίων Ελληνικών, τα επιμελήθηκε ο Καθηγητής Ενεπεκίδης. Βρέθηκαν στο βιβλίο του Ράουσνιγκ, «ο Χίτλερ μου είπε». Διαβάζω από τα αποσπάσματα αυτά:
…Είναι ιδιαίτερο γνώρισμα της υλιστικής εποχής μας, η διδασκαλία κ’ η μόρφωση να στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς τις θετικές επιστήμες, Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία κ.λ.π. Βέβαια αυτές οι γνώσεις είναι χρήσιμες σε μια εποχή όπου βασιλεύει η τεχνική και η χημεία κι’ όπου, η καθημερινή ζωή, τις έχει καθιερώσει κατά τρόπο εκπληκτικό. Μολοντούτο, ο κίνδυνος είναι μεγάλος, όταν στραφεί ολοκληρωτικά, η γενική παιδεία ενός Κράτους, αποκλειστικά και πάντα σε αυτές τις επιστήμες. Αντίθετα η γενική παιδεία πρέπει πάντοτε ν’ αποβλέπει σ’ ένα ιδανικό…. η διδασκαλία της ιστορίας δεν πρέπει να παραγνωρίζει την αρχαία περίοδο. Αν κατέχουμε, έστω και σε χοντρές γραμμές, την Ρωμαϊκή ιστορία, θα μας γίνει καλύτερος οδηγός για τα σημερινά χρόνια, αλλά και για όλες της εποχές.….Πρέπει να διαφυλάξουμε, σε όλη του την ομορφιά, το Ελληνικό Ιδεώδες του πολιτισμού …ένας ολόκληρος πολιτισμός αγωνίζεται για την ύπαρξη του κι αυτός ο πολιτισμός θα βαστάξει εκατομμύρια χρόνια…».
Μπορούμε να αρνηθούμε, μόνοι μας εμείς, τη δική μας γλώσσα που διάβασε ο κόσμος, έμαθε, διαβάζοντας αυτή τη γλώσσα, τον πολιτισμό, κατέκτησε τις γνώσεις, ηγέτες ανεπτυγμένων χωρών, με πολιτισμό επαίνεσαν την Αρχαία Ελληνική γλώσσα, ο πρωθυπουργός της πιο μεγάλης χώρας, της Κίνας, στη Βουλή των Ελλήνων μίλησε στους βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου στα Αρχαία Ελληνικά, το ίδιο ο Ζισκάρ ντε Σταίν, άλλοι πολλοί σοφοί
.-Να μη διδάσκονται τα θρησκευτικά στα σχολεία, να μη κάνουν τα παιδιά την πρωινή προσευχή στο σχολείο, να μη εκκλησιάζονται…». Μιλώντας στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής η κα Ρεπούση έκρινε ότι η έννοια του «σύγχρονου» Λυκείου «δεν συνάδει» με την διδασκαλία των θρησκευτικών. Στη Β’ και Γ’ των επαγγελματικών Λυκείων δεν υπάρχει η Ιστορία. Αυτοί θα γίνουν πολίτες του κράτους(sic!.-τώρα δεν είναι παραγωγικοί πολίτες του κράτους;). Αντίθετα διδάσκονται τα θρησκευτικά, και αναρωτιέμαι γιατί ενώ θέλετε να κάνετε ένα νέο σύγχρονο Λύκειο, επιμένετε στην αντίληψη σας για τα θρησκευτικά που δεν είναι θρησκειολογία, όπως ήταν σε παλαιότερα σχέδια επί της υπουργίας της Άννας Διαμαντοπούλου. Όλη η σύγχρονη εκπαίδευση δεν πιστεύει πια στη θρησκευτική κατήχηση, πάρα την επαφή των παιδιών με τις θρησκείες μέσα από ένα μάθημα ιστορικό, κοινωνιολογικό, για τον ρόλο που έπαιξαν οι θρησκείες στην πορεία της ανθρωπότητας-και δέχομαι ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Τα θρησκευτικά με την έννοια της ορθόδοξης κατήχησης, κατά την γνώμη μας(…τίνων μας;), δεν έχουν θέση στο σύγχρονο Λύκειο…όσο περισσότερη ορθόδοξη κατήχηση κάνουν τα παιδιά στα σχολεία τόσο καλύτεροι χριστιανοί θα γίνουν. Αντίθετα υποβαθμίζονται οι φυσικές επιστήμες κι η Βιολογία που είναι βασική επιστήμη και δεν ξέρω πως μπορούν σε μια σειρά από ειδικότητες να απουσιάζει η Βιολογία ή να υποβαθμίζονται οι φυσικές επιστήμες».
Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης διετύπωσε την υπ’ αριθμό 1720/2005 Σύσταση(Recommendation) υπό τον τίτλο Εκπαίδευση και Θρησκεία (Education and Religion) συζητήθηκαν θέματα διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών. Για το ίδιο θέμα, τη διδασκαλία των θρησκευτικών, είχε ασχοληθεί και το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και έκρινε με ομόφωνες αποφάσεις του, οριστικά το θέμα αυτό (βλέπε, Σ. τ. Ε 3356/1995 και 2176/1998).[Εκτενής ανάλυσης, Το μάθημα των θρησκευτικών, Δρ. Αναστάσιος Ν. Μαρίνος, τ. Αντιπρόεδρος του Σ. τ. Ε. .- διαδίκτυο].
Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, έκανε τις εξής Συστάσεις:
.- Η Δημοκρατία και η Θρησκεία δεν πρέπει να θεωρούνται μη συμβατές μεταξύ τους. Δύνανται, πράγματι, να είναι αξιόπιστοι συνεταίροι στην προσπάθεια για το κοινό καλό. … Με την υπ αριθμόν 1396/1999 Σύσταση, η Δημοκρατία και η Θρησκεία είναι συμβατές…γιατί η θρησκεία είναι ένας αξιόπιστος συνεταίρος της δημοκρατικής κοινωνίας.
.- Η οικογένεια έχει τον υπέρτατο ρόλο στην ανατροφή των παιδιών.
.- Το σχολείο αποτελεί μείζονα παράγοντα εκπαιδεύσεως(a major component of education) όσον αφορά τη θρησκεία και πρέπει να διδάσκεται εις αυτό η ιστορία, και η φιλοσοφία των κυριοτέρων θρησκειών μετ’ οικονομίας (restraint), αντικειμενικότητας (objectivity) και σεβασμού(respect)προς τις αξίες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
.- Η αποστολή του δασκάλου είναι πλήρως καθορισμένη. Σκοπό έχει να ενισχύσει και να εμφυτεύσει…τις βασικές αρχές της ανθρώπινης ηθικής, κοινές για όλους και αναγκαίας σε όλους τους πολιτισμένους ανθρώπους.
.- Μια τέτοια μορφή θρησκειολογίας, η θρησκευτική διδασκαλία στα δημόσια σχολεία ενός λαϊκού ή κοσμικού κράτους είναι απόλυτα απαγορευμένη, όχι γιατί νοθεύει το παιδευτικό ιδεώδες, αλλά γιατί νοθεύει την ουδετερότητα την οποία οφείλει να τηρεί το Κράτος απέναντι σε κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την θρησκεία, παραβιάζει το ατομικό δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας».
Τι περισσότερο χρειάζεται η ακαδημαϊκός κα Ρεπούση να σταματήσει τη συνεχή άρνηση, την απαξία βασικών θεσμών του κράτους. Τα θρησκευτικά είναι η εκκλησιά-ένοια ευρύτερη του κτίσματος ο Ναός- είναι το μάθημα του ανθρώπινου σκεπτικισμού, σημείο αναφοράς όλων των ανθρώπων στη δύναμη της πίστης. Μπορούμε να ανατρέψουμε, μονάδες εμείς, αυτό που όλοι οι άνθρωποι, θρησκευόμενοι ή άθεοι, την ώρα του κακού, της προσδοκίας, την ελπίδα, την βοήθεια της Εκκλησίας επικαλούνται.
Είναι η εκκλησία το σημείο αναφοράς του ανθρώπου, δεν διδάσκεται, μη ή ναι, το αισθάνεσαι. Η εκκλησία του Δήμου-σήμερα οι αίθουσες διδασκαλίας- ήταν η βασική δημοκρατική συνέλευση στην αρχαία Αθήνα. Ήταν ανοιχτή σε όλους τους άρρενες πολίτες σε ηλικία άνω των 18 ετών, καθιερώθηκε από τον Σόλωνα το 594 π. Χ.
* Ο κ. Ευάγγελος Ι. Λαζαρίδης είναι υφηγητής Πολιτικής Οικονομίας