Στην πισίνα ενός ξενοδοχείου, κάπου στην Πελοπόννησο. Ο σουηδός μπαμπάς, οριζοντιωμένος στην ξαπλώστρα, δεν σήκωσε το μάτι του από το iPad. Δίπλα του, στη δική της ξαπλώστρα, η σουηδή συμβία του διάβαζε στο Kindle της. Παραδίπλα, η έφηβη κόρη του ζεύγους φωτογράφιζε τα πόδια της με το iPhone της για να ανεβάσει, υποθέτω, το ντοκουμέντο των ελληνικών διακοπών της και του φροντισμένου πεντικιούρ της στον λογαριασμό της στο Facebook –τι παράδοξη μόδα κι αυτή των φωτογραφημένων ανδρικών και γυναικείων ποδιών που κατακλύζει τα social media! Η οικογένεια είχε και τέταρτο μέλος, ένα εξάχρονο (πάνω-κάτω) αγοράκι, που αντί να παίζει με τα νερά και με τα άλλα παιδάκια (έτσι, θυμάμαι, κάναμε εμείς στην ηλικία του), έπαιζε ολομόναχο ηλεκτρονικά παιχνίδια στο smartphone της μαμάς.
Η αλήθεια είναι ότι και τα άλλα παιδάκια, που βρίσκονταν γύρω από το νερό, με ταμπλέτες και κινητά τηλέφωνα καταπιάνονταν, καθένα κλεισμένο στον δικό του ηλεκτρονικό κόσμο. Το ίδιο και οι μεγάλοι. Η πισίνα άδεια. Ερημη και η αμμουδιά του ξενοδοχείου. Οι ένοικοί του ήταν απασχολημένοι όχι με το ελληνικό καλοκαίρι, όχι με τη θάλασσα την οποία είχαν έρθει για να απολαύσουν από πολύ μακριά (οι περισσότεροι από τη Βόρεια Ευρώπη), όχι με το μαγευτικό τοπίο, αλλά με τις ηλεκτρονικές συσκευές που είχαν μαζί τους διαρκώς, 24 ώρες το 24ωρο, από το πρωινό ως το δείπνο, στις βεράντες των δωματίων τους, στο μπαρ, στην αίθουσα γυμναστικής, στους περιπάτους τους. Βυθισμένοι στις οθόνες τους διάβαζαν, σέρφαραν, φωτογράφιζαν και επεξεργάζονταν τις φωτογραφίες τους, έπαιζαν παιχνίδια, παρακολουθούσαν ταινίες και σίριαλ, άκουγαν μουσική. Η τεχνολογία ανατρέφει ανθρώπους που δεν μπορούν λεπτό μακριά της, ανίκανους να απολαύσουν ό,τι δεν περνάει μέσα από την οθόνη της ταμπλέτας ή του κινητού τους, σκέφτηκα, και αμέσως μετά βυθίστηκα στην οθόνη της δικής μου ταμπλέτας. Ενας από εκείνους και εγώ…
Ηταν οι ημέρες που η Apple ανακοίνωσε την κυκλοφορία των καινούργιων, πιο εξελιγμένων προϊόντων της, και οι άλλες εταιρείες οργάνωναν αντεπίθεση. Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τον πόλεμο ανακοινώσεων, τις αναλύσεις σχετικά με το ποια φίρμα είναι μπροστά, ποια έμεινε πίσω, ποια θα κερδίσει το παιχνίδι, δηλαδή την προτίμηση των καταναλωτών, καθισμένος στο μπαλκόνι του δικού μου δωματίου, μέσα από τη δική μου ταμπλέτα. Πότε πότε, σήκωνα το κεφάλι για να παρατηρήσω το τοπίο, να θυμηθώ ότι είχα αφήσει για λίγο πίσω μου την Αθήνα, ότι παραθέριζα σε ένα όμορφο μέρος, ότι έπρεπε να ξεκουραστώ και να «αποτοξινωθώ», και έπειτα συνέχιζα με μανία το σερφάρισμα. Εξάλλου, ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια με τα οποία επέλεξα το ξενοδοχείο για τις διακοπές μου ήταν να έχει Wi-Fi. Γρήγορο και αξιόπιστο.
Διαπιστώνοντας ότι όλοι σχεδόν οι ένοικοι είχαν πράξει αναλόγως, επιβεβαίωσα και τη δική μου εξάρτηση. Και βλέποντας την πισίνα και τη θάλασσα άδειες και τους παραθεριστές να σερφάρουν οπουδήποτε αλλού εκτός από το απέραντο γαλάζιο, αιχμάλωτοι όχι της ομορφιάς της υπαίθρου, αλλά των ανά την υφήλιο Στιβ Τζομπς, σκέφτηκα ότι όλο αυτό ήταν μια μεγάλη παγίδα στην οποία έχω πέσει και εγώ. Γιατί και εγώ έχω εθιστεί στις νέες τεχνολογίες. Μήπως, όμως, το Διαδίκτυο που μου τάζει την απόλυτη κοινωνικοποίηση και μια καθημερινότητα ανοιχτή σε όλες τις ιδέες, τις εικόνες, τις τάσεις, τελικά με απομακρύνει από την πραγματική ζωή; Εμένα, που ξαφνικά δεν κάνω βήμα χωρίς το κινητό και την ταμπλέτα μου, που σπαταλώ άπειρο χρόνο στα μονοπάτια και στις λεωφόρους του Yahoo και της Google, που κοιμάμαι και ξυπνώ σε αδιάκοπη σύνδεση με Facebook, Instagram, Twitter, Pocket, Flipboard, Bloglovin και άλλα κολπάκια της νέας εποχής.
Προσπάθησα να επικεντρωθώ στα θετικά, παραμένοντας θιασώτης της προόδου και της εξέλιξης και νιώθοντας ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που το Internet μού παρέχει: εύκολη επικοινωνία, άμεση πρόσβαση στη γνώση, στην ψυχαγωγία, στο παιχνίδι, στην ενημέρωση. Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή του στον χώρο της πισίνας ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Περπατούσαν χέρι χέρι, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον. Η γυναίκα έσκυψε και του είπε κάτι στο αφτί. Γέλασαν. Ο άνδρας τής χάιδεψε τα μαλλιά. Σκέφτηκα ότι αυτό είναι η πραγματική επαφή, η ουσιαστική σχέση δύο ανθρώπων που μπορούν να κοιτάζονται στα μάτια, να αγγίζονται, να μυρίζει ο ένας τον άλλον, να μιλάνε. Δύο ανθρώπων που δεν έχουν ανάγκη τα ηλεκτρονικά κυκλώματα για να υπάρχουν, για να επικοινωνούν, για να περνούν την ημέρα τους μαζί.
Αναρωτήθηκα αν η γενιά μου στην ηλικία τους θα είναι ικανή για αυτού του είδους την… παλιομοδίτικη, αλλά τόσο ουσιαστική επαφή, αυτού του είδους τη συντροφικότητα. Τους παρατηρούσα και έφτιαχνα σενάρια για την απλή, γοητευτική, ανεπιτήδευτη, συγκινητική καθημερινότητά τους. Ο παππούς και η γιαγιά έπιασαν από μια ξαπλώστρα, εμφάνισαν από ένα iPad, βυθίστηκαν καθένας στην οθόνη του και έκτοτε δεν ξαναμίλησαν ο ένας στον άλλον…
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ