Το περιβάλλον έντονης ύφεσης που βιώνει τα τελευταία χρόνια η Ελληνική οικονομία έχει αλλάξει άρδην την εικόνα της εγχώριας αγοράς, φέρνοντας σε απόγνωση ένα μεγάλο τμήμα των μελών της.
Η μειωμένη ζήτηση, αγαθών και υπηρεσιών, αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα πλήγματα τα οποία δέχεται η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα ήδη από το 2008, οπότε ξέσπασε διεθνώς η κρίση, και, πλέον σήμερα, παρουσιάζει την πιο επιθετική της μορφή, οδηγώντας στο κλείσιμο χιλιάδες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, σημαντικός αριθμός επιχειρηματιών αναζήτησαν διεξόδους επιβίωσης ή και ανάπτυξης, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους εκτός συνόρων, με τις εξαγωγές. Η «ανάσα ζωής» την οποία εξασφάλισαν από τις ξένες αγορές, ευρωπαϊκές ή άλλες, τους επέτρεψε να ανασχεδιάσουν πλήρως τα πλάνα τους. Να δομήσουν τις στρατηγικές τους βασιζόμενοι στην εξωστρέφεια και, πολλοί εξ αυτών, να οργανώσουν νέα επενδυτικά πλάνα προκειμένου να αναποκριθούν στις διαφοροποιημένες ανάγκες των, ξένων πλέον, πελατών τους.
Στην προσπάθειά τους όμως να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, κίνησης ή επένδυσης, κατέληξαν σε ένα πραγματικά αξεπέραστο εμπόδιο. Στο απόλυτο αδιέξοδο: Διαπίστωσαν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το επιχειρείν είναι η αδυναμία ρευστότητας!
Το τραπεζικό σύστημα από νωρίς «δήλωσε» αδυναμία στήριξης των προσπαθειών τόνωσης της ελληνικής εξαγωγικής δραστηριότητας, στην οποία δεν ελπίζουν μόνο οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, αλλά και η κυβέρνηση προκειμένου να θέσει τη χώρα εκτός ύφεσης.
Οι Ελληνικές επιχειρήσεις έχουν εδώ και πολλούς μήνες σχεδόν μηδενικές πηγές χρηματοδότησης. Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν τα κοινοτικά προγράμματα, που όμως και αυτά χορηγούνται μετ΄ εμποδίων και σε χρόνους που δεν αρμόζουν στην ταχύτητα που απαιτεί το επιχειρείν. Όσες πάλι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν τραπεζικά κεφάλαια τους στοιχίζει ακριβά.
Τα επιτόκια χορηγήσεως στην Ελλάδα κινούνται σε ιδιαιτερώς υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές, στις οποίες βέβαια, μια εταιρεία με έδρα την Ελλάδα δεν διανοείται να απευθυνθεί, διότι οι ξένες τράπεζες λογίζουν τη χώρα μας ως αγορά υψηλού ρίσκου και δεν χρηματοδοτούν επενδυτικά πλάνα, παρά ελάχιστα –κυρίως ομίλων που, είτε έχουν μεταφέρει την έδρα τους στο εξωτερικό, είτε διατηρούσαν συναλλακτικές σχέσεις με ξένους τραπεζικούς ομίλους πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Το χτύπημα λοιπόν το οποίο δέχεται σήμερα το επιχειρείν στην Ελλάδα βρίσκει στις εταιρείες κατευθείαν στην «καρδία». Πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους, με αποτέλεσμα κάθε νέα εκκίνηση, κάθε ελπιδοφόρο πλάνο, κάθε προσπάθεια να ξεφύγει ο επιχειρηματίας από το μίζερο περιβάλλον της Ελληνικής καθημερινότητας και πραγματικότητας να κολλά στο κόστος του χρήματος.
Αν μάλιστα δεν είχε ξεσπάσει η κρίση στην Κύπρο, η Ελλάδα θα εμφάνιζε σήμερα τα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων στην Ευρώπη.
Με το μέσο επιτόκιο στην Ευρωζώνη να διαμορφώνται στο 3,28%, στην υψηλότερη θέση κατατάσσεται η Κύπρος όπου τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων φθάνουν το 6,35% και, αμέσως μετά, ακολουθεί η Ελλάδα με 5,84%. Έπονται η Μάλτα με 4,46%, η Πορτογαλία με 4,45% και η Σλοβενία με 4,10%, ενώ πολύ χαμηλότερα διαμορφώνονται τα επιτόκια στην Ιταλία που είναι στα επίπεδα του 3,58%, στη Γερμανία όπου κινούνται ακόμη χαμηλότερα στο 3,22%, στη Γαλλία όπου διαμορφώνονται στο 2,92% και, βέβαια στη Φινλανδία όπου βρίσκονται σε επίπεδα χαμηλότερα και του 2%.
Μια απόκλιση 4,5 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των επιτοκίων της Ελλάδας και της Φινλανδίας ή και μικρότερης σε σχέση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στις Ελληνικές επιχειρήσεις να διεκδικήσουν τη θέση του τους αρμόζει στις ξενες αγορές. Δίχως φθηνό χρήμα, και άρα δίχως ανταγωνιστικό προφίλ, πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος όχι μόνο να αναπτυχθεί, αλλά και να επιβιώσει στις ξένες αγορές.
Ωστόσο όμως, οι ελληνικές επιχειρήσεις – κάποιες εξ αυτών, πέτυχαν το θαύμα. Παρά την έλλειψη ρευστότητας, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, αλλά και την κακή εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό εμφάνισαν υψηλές εξαγωγικές επιδόσεις. Ήδη το 2012 η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών διαμορφώθηκε στα 27,619 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 14,2% του ΑΕΠ της χώρας και λόγω ακριβώς της οικονομικής κρίσης, η ανοδική τάση κατά 14% σε όγκους παραμένει μια θετική πραγματικότητα.
Μάλιστα, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση κάλυπτουν περιπου το 44% του συνόλου των εξαγωγών, καταδεικνύοντας το ειδικό βάρος της ενιαίας αγοράς στο ελληνικό εξωτερικό εμπόριο, ενώ δυναμικές ήταν οι πρωτοβουλίες που καταγράφηκαν σε χώρες όπως της Κίνας, της Τουρκία, του Λιβάνου και της Λιβύης.
Η απόφαση των Ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων να μειώσουν τις τιμές τους ώστε να καταστήσουν τα προϊόντα τους περισσότερο ανταγωνιστικά στις ξένες αγορές, αλλά και οι προσπάθειες που κατέβαλλαν να μειώσουν τα λειτουργικά τους κόστη δίχως να επηρεάσουν στο ελάχιστο, αρνητικά, τα επίπεδα ποιότητας και ασφάλειας της παραγωγής τους, τούς επέτρεψε να διεκδικήσουν και εν τέλει να κερδίσουν μια υψηλότερη θέση στις ξένες αγορές.
Ωστόσο, πάντα τους απασχολούσε και συνεχίζει να τους προβληματίζει ο παράγοντας ρευστότητα, διότι στη Ελλάδα τα κεφάλαια δυστυχώς παραμένουν δυσεύρετα, αλλά και το κόστους του χρήματος διατηρείται ακριβό.
Ο Έλληνας επιχειρηματίας, μη έχοντας εξασφαλισμένους κεφαλαιακούς πόρους, κινείται επενδυτικά με υψηλό ρίσκο, καθότι βρίσκεται σε μια διαρκή, αδιάκοπη και ψυχοφθόρα διαδικασία αναζήτησης διεξόδων χρηματοδότησης.
Γνωρίζει βέβαια ότι η αγορά πάντα προσφέρει επιλογές και εναλλακτικές. Μια εξ αυτών εξασφαλίζεται με την καθιέρωση και στην Ελλάδα της ηλεκτρονική πλατφόρμας χρηματοδότησης τιμολογίων.
Πρόκειται για ένα καινοτόμο εργαλείο τόνωσης της ρευστότητας, για ένα σύγχρονο μέσο σύνδεσης των ελληνικών επιχειρήσεων με τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια, το οποίο στην πράξη καλύπτει το κενό χρηματοδότησης που δημιουργήθηκε από την έλλειψη Τραπεζικών Κεφαλαίων. Είναι υπό τις παρούσες συνθήκες μία από τις προσφερόμενες λύσεις για μια νέα – εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης, ιδιαίτερα των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
* Ο κ. Ευθύμης Γκαϊτατζής είναι υπευθύνος ανάπτυξης για Ελλάδα και Κύπρο της εταιρίας Aztec money.