Τον Νοέμβριο του 1952, λίγο μετά τα 21α γενέθλιά του, ο Γρέγκορι, το μικρότερο (κάποιοι θα πουν και το πιο ταλαντούχο) από τα τρία παιδιά του Ερνεστ Χεμινγουέι έγραψε στον πατέρα του: «Αν το καλοδείς, μπαμπά, αυτό που θα μείνει στο τέλος από όλα αυτά είναι το εξής: Εγραψε μερικές καλές ιστορίες, ανέπτυξε μια διαφορετική και φρέσκια προσέγγιση απέναντι στην πραγματικότητα και κατέστρεψε πέντε ανθρώπους –τη Χάντλεϊ, την Πολίν, τη Μάρτι (σ.σ.: κατά σειρά οι τρεις σύζυγοι του αμερικανού νομπελίστα), τον Πάτρικ (σ.σ.: έτερος γιος) και πιθανότατα εμένα. Τι νομίζεις, εγωκεντρικό σκουλήκι, πώς είναι πιο σημαντικό, οι ιστορίες ή οι άνθρωποι;».

Λίγο ακραίο το προαναφερθέν παράδειγμα, γιατί λίγοι μπαμπάδες κατέθεσαν στην ανθρωπότητα «ιστορίες» σαν αυτές του Ερνεστ Χεμινγουέι, αλλά και λίγοι γιοι (ή μήπως όχι;) καταστράφηκαν από τον γεννήτορά τους ολοσχερώς όπως ο φτωχός Γκρέγκορι: πέθανε 69 ετών, μόνος και αυτοκαταστροφικός, μια αλκοολική τραβεστί με διπολική διαταραχή, στις γυναικείες φυλακές του Μαϊάμι. Ομολογώ, όμως, ότι αυτό θυμήθηκα διαβάζοντας πρόσφατα στον «New Yorker» το εξαιρετικά δημοφιλές (όπως διαπίστωσα) άρθρο του Τζέιμς Γουντ με τίτλο «Sins of the Father» («Αμαρτήματα του πατρός»), το οποίο εξετάζει την καταλληλότητα ενός συγγραφέα να γίνει καλός σύζυγος και πατέρας. Θυμήθηκα, όμως, και κάτι που μου είχε πει προ ετών διά ζώσης ένας λιγότερο προικισμένος άνθρωπος του «γραπτού λόγου» (το όνομά του οποίου, είμαι βεβαία, δεν θα κοσμήσει ποτέ κανένα βιογραφικό λεξικό), εξηγώντας μου την απόφασή του να πάρει διαζύγιο και να ζήσει μακριά από τον δίχρονο ακόμη τότε γιο του: «Θέλω να κάθομαι στο γραφείο μου, να γράφω τις σκέψεις και τα βιβλία μου, χωρίς να έχω ένα πιτσιρίκι να ουρλιάζει στο διπλανό δωμάτιο ή να μου ανοίγει κάθε δύο λεπτά την πόρτα». Μέσα μου είχα καγχάσει, με όλη τη νεοαποκτηθείσα ακόμη τότε μητρική αλαζονεία μου: «Σίγα, ρε φίλε, το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» γράφεις;».

Στο άρθρο του ο Γουντ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα: «Μπορεί ένας άνδρας ή μια γυναίκα να εκπληρώσουν το ιερό καθήκον τους απέναντι στη διανόηση ή στη μουσική, στην τέχνη ή στη λογοτεχνία, εκπληρώνοντας παράλληλα και το καθήκον τους απέναντι στον σύζυγο και στα παιδιά τους;». Μπορείς, δηλαδή, να βγάζεις έξω τα σκουπίδια και να ανακοινώνεις τον θάνατο του Θεού ή να ολοκληρώνεις ένα ορατόριο, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού σου ότι στις 6.30 μ.μ. πρέπει να παραλάβεις τη μικρή από το μπαλέτο;
Ισως για τους δημιουργούς το ασυμβίβαστο (ζωής και έργου) να είναι σχεδόν δεδομένο. Ο δημιουργός (είτε μιλάμε για συγγραφέα είτε για «αμιγώς» καλλιτέχνη) είναι, άλλωστε, εξ ορισμού εγωκεντρικός και εμμονικά προσηλωμένος στη δημιουργία του, συχνά τυραννά τους οικείους του, γιατί τυραννιέται ο ίδιος από δικούς του δαίμονες. Η Μαρίνα Καραγάτση μού είχε μιλήσει κάποτε για εκείνο το γυάλινο βλέμμα του πατέρα της όταν η ίδια γυρνούσε από το σχολείο και η μητέρα της τύχαινε να λείπει: «Καθόμασταν οι δυο μας να φάμε και δεν τολμούσα να πω τίποτε. Εκείνος έτρωγε μηχανικά με το κεφάλι κάτω, πολλές φορές είχε και μια εφημερίδα απέναντι, ήταν στον κόσμο του. Τώρα το καταλαβαίνω… Οταν έχεις στο μυαλό σου ένα ολόκληρο μυθιστόρημα…».
Για να πάω εγώ ένα βήμα παρακάτω, δεν είναι μόνο ο δημιουργός που δυσκολεύεται να υπάρξει ως γονιός. Οιοσδήποτε είναι (ή θέλει να είναι) ενεργός και προσηλωμένος στη δουλειά του ή σε αυτό, τέλος πάντων, που ξέρει να κάνει καλύτερα, αργά η γρήγορα θα βρεθεί να παλεύει με εύθραυστες ισορροπίες. Κάποιοι θα βγουν νοκάουτ (όπως ο Χεμινγουέι, που παρέσυρε στο καναβάτσο ολάκερη τη φαμίλια του) και κάποιοι θα χαριτολογούν (όπως ο Αντον Τσέχοφ, που έλεγε ότι «θα προτιμούσα μια σύζυγο που, όπως το φεγγάρι, δεν θα εμφανίζεται στον ουρανό μου κάθε βράδυ»). Ο περισσότεροι δεν θα μείνουν στην Ιστορία. Θα είναι απλώς οι αφανείς ήρωες σε μια καθημερινότητα με συχνά αντικρουόμενες (σάρκινες και πνευματικές) αγάπες.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ