Μετά το πέρας της επιτυχημένης ανακεφαλαιοποίησης των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών «φήμες» διαδίδονται για την πρόθεση της κυβέρνησης περαιτέρω υποστήριξής τους με την θεσμοθέτηση της δυνατότητας πώλησης του 20% των «κόκκινων δανείων» σε εισπρακτικές εταιρίες και με την άρση των περιορισμών στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας.
Αρχίζοντας από το πρώτο, εφόσον η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης ολοκληρώθηκε επιτυχώς, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την σκοπιμότητά των μέτρων.
Στην Αμερική, οι ιδιωτικές τράπεζες πωλούσαν «κόκκινα δάνεια» σε άλλες ιδιωτικές τράπεζες, μέσα από την διαδικασία τιτλοποιήσεων. Αυτό συνέφερε τις πωλήτριες τράπεζες γιατί ξεφορτώνονταν από τους ισολογισμούς τους ζημιογόνα δάνεια, ενώ αυτό είχε όφελος και για τις αγοράστριες καθώς επρόκειτο για τράπεζες πιο εύρωστες οικονομικά, που προσέβλεπαν σε ενδεχόμενη ικανοποίηση του δανείου κατά ένα μέρος μελλοντικά, όταν -και εφόσον- οι δανειολήπτες θα είχαν ρευστό. Όλες όμως οι τράπεζες ήταν «συστημικές» και είχαν ενταχθεί σε μία ειδική διαδικασία συναλλαγών, όπου αποκλείονταν άλλοι μη συστημικοί παίκτες να αποκτήσουν συστημικό χρέος.
Στο παραπάνω πλαίσιο εμφανίζεται παράλογη η πώληση μέρους των κόκκινων δανείων σε ιδιωτικές εισπρακτικες εταιρίες, δηλαδή σε μη «τραπεζικά ιδρύματα συστημικού χαρακτήρα» καθώς η συνεισφορά τους στην εθνική οικονομία είναι απείρως μικρότερη συγκριτικά με ιδρύματα που έχουν επενδύσει κεφάλαια στην προσφορά τραπεζικών υπηρεσιών, ενώ περαιτέρω δε νομιμοποιούνται να αποκτήσουν χρέος ιδιωτών με αιτία που εντοπίζεται σε συναλλαγή δανειολήπτη με τράπεζα. Εξάλλου, με ποιόν αποτελεσματικότερο τρόπο –από τους υφιστάμενους- αυτές οι «ιδιωτικές εταιρίες» θα μπορέσουν να εισπράξουν το μη εξυπηρετούμενο χρέος ;
Σχετικά λοιπόν με την φημολογούμενηπροσπάθεια των Τραπεζικών Ιδρυμάτων να πουλήσουν τα χρέη των στεγαστικών δανείων, που θεωρούν ότι είναι αδύνατο να εισπραχθούν, σε ιδιωτικές εταιρείες έναντι ποσοστού 20% επι της οφειλής τους,είναι απαραίτητηη θεσμοθετημένη προϋπόθεση της προηγούμενης πρότασης προς τον ίδιο το δανειολήπτη να αγοράσει την οφειλή του στο ίδιο τίμημα που έχει συμφωνηθεί με την εισπρακτική εταιρεία. Αυτή η στάση επιβάλλεται από τη δίκαιη και ηθική οπτική της προοδευτικής αντιμετώπισης του ζητήματος.
Αναφορικά με το ανακύπτον ζήτημα των πλειστηριασμών, ποιο το όφελος, αλήθεια, της άρσης των περιορισμών στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας σε αυτή την χρονική συγκυρία; Με τις τράπεζες να έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί ήδη, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας δεν θα συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάκαμψή τους για τους εξής λόγους: (α) Τα ακίνητα δεν θα πιάσουν «την τιμή τους», καθώς είναι γνωστό πως στις αγορές η ανάγκη για ρευστό, αναγκαστικά ρίχνει τις τιμές και συνεπώς οι επώδυνοι συμβιβασμοί είναι αναπόφευκτοι. (β) Το διοικητικό και γραφειοκρατικό κόστος του πλειστηριασμού θα επιβαρύνει την ήδη «μειωμένη» τελική τιμή, καθώς οι πλειστηριασμοί κοστίζουν -περιλαμβάνουν αμοιβές επί μέρους δικηγόρων, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και το κόστος αυτό θα το επωμιστούν οι τράπεζες.
Οι περιορισμοί στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας έχουν καταρχάς θετικά αποτελέσματα, με πιο σημαντικά τη διατήρηση της τιμής της αγοράς των ακινήτων και την προστασία της αγοραστικής δύναμης των ιδιωτών, -η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να είναι η κινητήρια δύναμη για την έξοδο από την ύφεση-. Φυσικά, η αποτροπή του τεράστιου κοινωνικού κόστους της απώλειας της πρώτης κατοικίας για τους ιδιοκτήτες και τις οικογένειές τους είναι αποφασιστικού χαρακτήρα για τη δυνατότητα της ελληνικής κοινωνίας να ορθοποδήσει, να διατηρήσει τη συνοχή της, να επιχειρήσει την ανάταση και την υπέρβαση, έστω και στο σημερινό δυσοίωνο περιβάλλον.
Η προοδευτική οπτική των σχεδιαζόμενων πολιτικών λαμβάνει υπ’ όψιν τη διεθνή πρακτική και τις ανάγκες της κοινωνίας, ουσιαστικά υπαγορεύοντας την ορθότητα των επιλογών μας, επιτρέποντας έτσι το –απαραίτητο δυστυχώς- μίγμα επιτακτικών και επίπονων μέτρων να μη στερεί στο βωμό πρόσκαιρων ωφελειών την προοπτική της κοινωνίας μας.