Θυμάμαι μια συνέντευξη του μοντερνιστή ποιητή Νίκολας Κάλας όπου στην παρατήρηση της δημοσιογράφου για το λαϊκό στοιχείο που ερέθιζε τη Γενιά του ’30 απάντησε προκλητικά: «Μισώ καθετί το λαϊκό». Νομίζω ότι η φαρμακερή φράση του Κάλας δεν τον τοποθετεί στην πλευρά του κλασικού λόγιου ελιτισμού, ο οποίος ταύτιζε το λαϊκό με το χυδαίο και το «χαμηλό». Στο στόχαστρό του ήταν πιθανότατα η αντιστροφή από την περιφρόνηση στην αποθέωση, από την εστέτ απώθηση στην εξιδανίκευση του λαϊκού μέσω της ιδέας της ελληνικότητας.
Αλλά ποια σχέση μπορεί να έχει μια τέτοια ανάμνηση με μια σημερινή κουβέντα περί λαϊκότητας; Ισως βρισκόμαστε ξανά με τις ίδιες απορίες και κάποιους παρόμοιους πειρασμούς αλλά σε ένα ριζικά διαφορετικό πλαίσιο. Η ζωή των πολυπληθών μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων που ονομάζουμε συνήθως λαό έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα. Η δημοκρατία της κατανάλωσης κλονίστηκε και κατοικούμε μια συγκυρία όπου δεσπόζουν οι ματαιωμένες επιθυμίες. Οι πολιτισμικοί κώδικες που διαμορφώθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες γύρω από τον λαό ως απέραντη «μεσαία τάξη» έχουν αποδιοργανωθεί. Και ο μικρομεσαίος λαός της προσδοκίας για το καλύτερο μοιάζει πλέον παρελθόν: το παρόν χρωματίζεται από τον ψυχισμό της δυσφορίας και τα βιοτικά άγχη.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο φάνηκε να επιστρέφει μια από τις κεντρικές ιστορικές του σημασίες του λαού: η «δύσκολη ζωή», το έθνος των φτωχών ή έστω όλων εκείνων που βρέθηκαν έξω από μια κατάσταση (σχετικής) σταθερότητας και ευημερίας. Η αναφορά στον λαό επανασυνδέθηκε με το κοινωνικό ζήτημα.
Οσο όμως και αν απλώνεται η κοινωνικοοικονομική κρίση, ένας Κιάμος, Ρέμος ή Πλούταρχος θα είναι (πάντα) εδώ. Το λαϊκοπόπ ύφος ζωής γεννήθηκε στην προηγούμενη φάση της επέκτασης των μεσαίων στρωμάτων. Ηταν ένα από τα ίχνη μιας πολύ μεγαλύτερης εξέλιξης: της μετάβασης από μια πληβειακή «αρσενική» και στερημένη λαϊκότητα στον σύγχρονο λαό των οικονομικών προσδοκιών και της ειρήνευσης των ηθών. Στη νεολαϊκή κουλτούρα συναντήθηκαν και συγχρωτίστηκαν οι «δύο Ελλάδες» για τις οποίες μιλούσαν οι σχολιαστές της δεκαετίας του ’90: η Ελλάδα των μοντέρνων και η Ελλάδα όλων εκείνων που έσπευσαν να δανειστούν εικόνες και σύμβολα της εξόδου από την υστέρηση.
Αλλά η λαϊκότητα δεν υπήρξε ποτέ κάτι ενιαίο. Ούτε και οι μεταπλάσεις της μέσα στον χρόνο. Ο ίδιος λαός που γοητεύτηκε από την κοινωνία της κατανάλωσης αναζητούσε και αποζητεί ακόμα τις Παναγίες και τα πανηγύρια της. Το λαϊκό εμφανίστηκε μετεωριζόμενο ανάμεσα σε ημιθανείς αλλά επίμονες ευσέβειες και όψιμα μαθημένες ασέβειες. Αλλαζε συνέχεια ρούχα διατηρώντας πάντα ένα απόθεμα συντηρητισμού και παραδοσιολαγνείας. Και αυτός όμως ο λαϊκός συντηρητισμός άλλαξε τα τελευταία χρόνια. Και στη συγκυρία της αγανάκτησης φορτίστηκε ξανά με ένα αντιστασιακό ύφος.
Το νεολαϊκό στυλ των προηγούμενων δύο δεκαετιών καθορίστηκε κυρίως από την έλξη ενός απολιτικού, ατομικιστικού «θέλω». Στα χρόνια της κρίσης βλέπουμε αντίθετα να περισσεύουν οι πολιτικές δηλώσεις και οι κοινωνικές διδαχές ακόμα και από εμβληματικές φιγούρες της «πίστας». Η πολεμική ατμόσφαιρα της κρίσης και η διάχυση της ανασφάλειας (ακόμα και για πρώην εύπορα στρώματα) πριμοδοτούν ένα δημόσιο πολιτικό ύφος. Ο ευδαιμονιστικός ατομικισμός και οι αντίστοιχοι τρόποι ζωής υποχρεώνονται να κρύβονται από τον φόβο της έκθεσης και της δημόσιας κατάκρισης. Και στον αέρα της εποχής βλέπουμε να πλανώνται διάφορα εγκώμια του συλλογικού, της κοινωνικής ευθύνης, ακόμα και της ταπεινότητας. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, το απολιτικό ντρέπεται να πει το όνομά του και να διεκδικήσει το δικαίωμα σε μια ιδιωτική ευτυχία.
Θα πει κανείς: Πού είναι ο λαός της πολιτικής επαγγελίας σε όλα αυτά; Εννοώ εδώ τον λαό όπως τον συναντούμε στις κατά καιρούς εκκλήσεις για την αφύπνισή του. Είπαμε όμως ότι υπάρχουν πολλές λαϊκότητες. Και διαφορετικοί τρόποι να απευθύνεται κανείς στον λαό. Αλλοτε ανασύρεται από τη λήθη ο λαός ως νομοθέτης του μέλλοντος και φορέας δικαιοσύνης. Και άλλοτε ανακαλούμε στη μνήμη την κοινότητα των ταπεινών, αυτό που ο Οργουελ αναγνώριζε στην «ηθική των απλών ανθρώπων».
Αλλά σε κάθε έκκληση στον λαό και ιδίως στη λαϊκή κοινότητα ελλοχεύει ένα ρίσκο μυθοποίησης. Ο κίνδυνος να δει κανείς ως ενιαίο σώμα κάτι διαφοροποιημένο. Να μετατραπεί ο λαός σε μεταφυσική υπόσταση, είτε λυτρωτική και παρηγορητική είτε και απειλητική. Με το ενδεχόμενο να ξεχάσουμε τις διαφορετικές αξίες και τις αντιθετικές συλλογικές πρακτικές που διασχίζουν κάθε νεωτερικό λαό.
Θα τολμήσω εδώ μια εκτίμηση που εξ ανάγκης ηχεί αφοριστική. Δεν πιστεύω ότι η εμπειρία της παρούσας κρίσης κυοφορεί μια νέα λαϊκότητα, η οποία υποτίθεται ότι θα αφήσει πίσω της τις παραμορφωτικές συνήθειες οι οποίες «είχαν αλλοιώσει» το παραδοσιακό συλλογικό ήθος. Η προσδοκία για μια νέα πολιτικοποιημένη λαϊκότητα, πόσω μάλλον για έναν λυτρωτικό κοινοτισμό, στηρίζεται σε μια αβάσιμη υπόθεση: ότι μια λαϊκή κουλτούρα είναι εφικτή σε μια πλουραλιστική κοινωνία και ότι πάνω σε αυτήν μπορεί να θεμελιωθεί μια σύγχρονη αφήγηση για τη συλλογική ζωή. Εδώ ωστόσο επιστρέφει, από άλλους δρόμους, η μυθοποίηση την οποία εχθρευόταν ο Κάλας, έχοντας, φυσικά, τους λόγους του.
Εν κατακλείδι τώρα. Είναι σημαντικό γεγονός η επιστροφή του λαού ως πολιτικού ερωτήματος, ως πρόκλησης για κάθε προοδευτική πολιτική η οποία ενδιαφέρεται για τις λαϊκές τάξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να υποστούμε ξανά παρωδίες «εθνικής και λαϊκής κουλτούρας» οι οποίες δοκιμάστηκαν σε διαφορετικές συγκυρίες με θλιβερά αποτελέσματα. Η κρίση ευνοεί μια κοινωνική στροφή στην πολιτική και στις πολιτισμικές πρακτικές. Και αν για την πολιτική μια λαϊκότητα είναι πάντα ζητούμενο, δεν είναι καθόλου αυτονόητες οι ευεργετικές ιδιότητες της λεγόμενης «κοινωνικής» και «λαϊκής» στροφής στον πολιτισμό: εκτός αν οι δηλώσεις Ρέμου εναντίον Σόιμπλε ή η καταγγελία της τρόικας από θεατρικές παραστάσεις και η ψευδοανάσταση των τραγουδιών διαμαρτυρίας συνιστούν λαϊκότητα. Αλλά γι’ αυτά υπάρχουν πολύ σοβαρές αμφιβολίες.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ