Ο παραπάνω τίτλος προέρχεται από έναν εγκωμιαστικό λόγο του Αίλιου Αριστείδη, ενός μικρασιάτη ρήτορα του 2ου αι. μ.Χ., και σημαίνει ακριβώς αυτό που καταλαβαίνουμε και εμείς σήμερα, 18 αιώνες αργότερα. Η παμπάλαια λέξη «πανήγυρις» συνδέεται, ήδη από τον Θουκυδίδη, με θρησκευτικές γιορτές, με πάνδημες πολιτικές, κοινωνικές και επετειακές συγκεντρώσεις, με ξεφαντώματα, με πανηγυρικούς λόγους κ.ά. Καθώς μάλιστα η ίδια η λέξη (μαζί και τα παράγωγά της) υιοθετήθηκε από την Εκκλησία, η επιβίωσή της σε όλα τα στρώματα του λαού ήταν εξασφαλισμένη. Για τους εραστές της ελληνικής διαχρονίας οι πανηγύρεις και τα πανηγύρια φαίνεται να αποτελούν ένα πολύ θετικό επιχείρημα καθώς η αρχαία λέξη εξακολουθεί να ζει και η σημασία της παραμένει η ίδια. Κάτι όμως έχει αλλάξει δραματικά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, σε όλων των ειδών τα πανηγύρια. Αυτό που άλλαξε (μαζί ανατρέπεται και η ρομαντική διαχρονία) είναι, όπως πιστεύουμε, το ήθος των πανηγύρεων και των πανηγυριών. Το ήθος των πανηγυριστών. Με άλλα λόγια, έχει μεταβληθεί ριζικά ο τρόπος και το περιεχόμενο του βίου μας. Του κοινωνικού και του πολιτικού. Και όταν ο ιστός της κοινωνίας (όπως λέγεται) έχει, για χίλιους λόγους, διαλυθεί, πόσο μπορούν να αντέξουν τα πανηγυριώτικα έθιμα και η πανηγυρική ατμόσφαιρα;
Καθένας έχει μέσα του ένα ιδανικό πανηγύρι που έζησε κάποτε ή νομίζει πως έζησε. Παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες δείχνουν απλούς ανθρώπους να χαίρονται με απροσποίητη χαρά και φυσική ευγένεια τις πανηγυριώτικες εκδηλώσεις, ειδικά μέσα στον νωθρό και «καλό» μήνα Αύγουστο. Ακόμη και σήμερα κάπου ίσως υπάρχει (ή φαίνεται πως υπάρχει) το αίσθημα της κοινής διασκέδασης και ευθυμίας. Κάπου ίσως να αισθανόμαστε την πάνδημη, κοινοτική και συντροφική συμμετοχή. Ενδεχομένως δεν έχουν όλα τελειώσει. Την ίδια στιγμή όμως νιώθουμε πως όλο και σπανίζουν, όλο και ξεφτίζουν αυτές οι αυθόρμητες και αγαθές, λαϊκές συγκεντρώσεις και διασκεδάσεις. Οσο περνά ο καιρός όλο και λιγότερους λόγους έχουμε να πανηγυρίζουμε ως μέλη μιας αδιάσπαστης κοινότητας. Και όταν παρουσιάζεται κάποιος λόγος για να πανηγυρίσουμε μοιάζουμε να ιδιωτεύουμε ακόμη και μέσα στους πανηγυρισμούς. Πότε ήταν η τελευταία φορά που η Ελλάς πανηγύρισε και για ποιους λόγους; Οταν σηκώσαμε εκείνο το «ευλογημένο» ποδοσφαιρικό Κύπελλο; Οταν διοργανώσαμε εκείνους τους Ολυμπιακούς Αγώνες που, όπως ξέρουμε τώρα, ήταν κι αυτοί μια άλλη πέτρα δεμένη στον λαιμό μας; Σήμερα; Τα μνημόνια, η παντοειδής κρίση, η ανεργία, οι διεθνείς ταπεινώσεις, το αβέβαιο μέλλον, των νέων κυρίως, οι πολιτικές υστερίες και οι τραμπουκισμοί, τα αρρωστημένα κόμματα, αυτά και άλλα πολλά επιτρέπουν πανηγυρισμούς; Το χειρότερο: πολλά πανηγύρια (η λέξη δηλώνει και το ευτελές) από όσα νομίζουμε πως ζούμε είναι θλιβερά, φτηνιάρικα και χυδαία. Φτηνιάρικοι «λαϊκοί» διασκεδαστές βγαίνουν κατακαλόκαιρο παγανιά για να ψυχαγωγήσουν έναν απαρηγόρητο λαό. Οι αλλοτινές, λαϊκές εμποροπανήγυρεις (μια άλλη μορφή κοινοτικής οικονομίας) έχουν τώρα αντικατασταθεί από ποικίλους «φορείς», εντελώς ξένους από την τοπική οικονομία…
Αθεράπευτη νοσταλγία και απλοϊκή εξιδανίκευση των παραδόσεων; Οχι βέβαια. Είναι σαν να υποστηρίζουμε πως από το 1960 ως και προχθές η δημοκρατία λειτουργούσε ιδανικά και ξάφνου, πριν από δύο-τρεις εβδομάδες, χάλασε και ξίνισε. Είναι η προϊούσα φθορά, οι αργές αλλά σταθερές αλλοιώσεις του προσώπου μας και της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μας που πρέπει να μας απασχολούν. Και αυτή η αλλοίωση, αυτή η φθορά όλο και χειροτερεύει. Και όπως δεν μπορούμε πια να οργανώσουμε «αυθόρμητα» κρατικά ή συνδικαλιστικά πανηγύρια (ακόμη πληρώνουμε την πασοκική πολιτισμική επανάσταση), έτσι δεν μπορούμε να οργανώσουμε πάνω σε σαθρές βάσεις μια προκάτ δημοκρατία. Το αυθόρμητο και αφελές των παλαιών πανηγυριών δεν αντέχει πια. Η αργοκίνητη, καρκινοβατούσα και φολκλορική δημοκρατία δεν είναι η λύση. Η μόνη δυνατότητα που μας απομένει για να πανηγυρίσουμε, έστω και λίγο, είναι να επανεύρουμε το παλαιό πάνδημο, ομαδικό, ενοποιητικο ήθος μας. Παντού, ακόμη και μέσα στην υβρισμένη Βουλή, υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από την απολιθωμένη πολιτική της ΝΔ, του ΠαΣοΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πατριωτισμός (ουδεμία σχέση με τον εθνικισμό) είναι η μόνη βάση για μελλοντικούς πανηγυρισμούς. Στην Παιδεία. Στην οικονομία. Στην κοινωνία γενικότερα. Μόνη ελπίδα, οι νέοι, οι άφθαρτοι, οι αφανάτιστοι πολιτικά άνθρωποι. Εκεί πρέπει να επιστρέψουν και να δοθούν τα όργανα. Από εκεί ας αρχίσουν, αργά και διστακτικά έστω, οι χοροί. Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο πένθος και άλλη μιζέρια. Ούτε ο προσωπικός ούτε ο πολιτικός βίος μπορεί να παραμένει εσαεί μουντός και θλιβερός. Και για να παραφράσουμε: Η Ελλάς οφείλει να πανηγυρίσει. Και (ελπίζουμε) θα πανηγυρίσει.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.





ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ