Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936-1941), παρά το σχετικώς βραχύ του βίου της, επηρέασε δυσαναλόγως δραστικά τα εκκλησιαστικά πράγματα στη χώρα μας. Μεταξύ πολλών και πάντοτε προς συντηρητική κατεύθυνση παρεμβάσεών της, προέχουσα υπήρξε η σταδιακή, αλλά συστηματική, κατάργηση της συμμετοχής εκλεγμένων λαϊκών μελών στα όργανα διοικήσεως των Ενοριών και των Μητροπόλεων, όπως ίσχυε ως τότε, έτσι ώστε σήμερα, επτά δεκαετίες αργότερα, να θεωρείται πλέον ως απολύτως φυσιολογικό οι λαϊκοί να περιορίζονται σε διακοσμητικό ρόλο και να μη συνειδητοποιούν οι ίδιοι, στην πλειονότητά τους, ότι, μαζί με τον κλήρο, συναποτελούν την Εκκλησία.
Η πιο επεισοδιακή πάντως επέμβαση της δικτατορίας υπήρξε η ανατροπή του εκλεγμένου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού [κατά κόσμον Δημητρίου Παπανδρέου]. Πράγματι, μετά την εκδημία, στις 22.10.1938, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου [Παπαδοπούλου], διαπρεπούς εκκλησιαστικού ιστορικού, καθηγητή του Πανεπιστημίου και μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, συγκλήθηκε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος για να εκλέξει τον διάδοχό του. Ημερομηνία της εκλογής ορίστηκε η 5.11.1938 και τόπος, για πρώτη φορά, ο Μητροπολιτικός Ναός των Αθηνών.
Η εκλογή αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Για περισσότερους λόγους. Κυρίως διότι, αφενός ήταν η πρώτη εκλογή Αρχιεπισκόπου επί κυβερνήσεως Ι. Μεταξά, ο οποίος από την 4η Αυγούστου 1936 είχε επιβάλει δικτατορία, αφετέρου για πρώτη φορά ο Αρχιεπίσκοπος θα εκλεγόταν από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, από το σύνολο δηλαδή των εν ενεργεία Μητροπολιτών.
Τη διαδικασία της εκλογής όριζε ο τότε ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (κώδ. Ν. 5438/1932) που προέβλεπε ήδη την παρουσία κατά την εκλογή του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εν τούτοις, λίγες μόλις ημέρες πριν από την εκλογή, την 1.11.1938, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου με αναγκαστικό νόμο (ΑΝ 1457/1938) συμπλήρωσε το σχετικό άρθρο που καθόριζε τη διαδικασία της εκλογής με την προσθήκη σε αυτό ένδεκα ακόμη παραγράφων!
Πέρα από τη σχολαστική ρύθμιση των λεπτομερειών της εκλογής, άξιες ιδιαίτερης μνείας είναι οι ρυθμίσεις του νόμου που αναφέρονται στην υποχρέωση συντάξεως από τη Διαρκή Ι. Σύνοδο καταλόγου όλων των μελών της Ιεραρχίας, ο οποίος, με την υπογραφή και του υπουργού Παιδείας, προβλέπεται ότι αναρτάται δύο μέρες πριν από την εκλογή στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών, όπως επίσης η ανάθεση στον παριστάμενο στην εκλογή υπουργό της επιλύσεως «ανεκκλήτως» όλων των ενστάσεων που τυχόν θα υποβληθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και μέχρι πέρατος της ψηφοφορίας.
Η Ι. Σύνοδος κατά τη σύνταξη του καταλόγου για την εκλογή της 5.11.1938 αρνήθηκε, κατά πλειονοψηφία, να περιλάβει σε αυτόν τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Ιωάννη [Βασιλικό], ο οποίος είχε καταδικασθεί από το Πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο σε έκπτωση από τον θρόνο του. Επειδή όμως είχε παραδεκτώς ασκήσει έφεση, η εκδίκαση της οποίας είχε ήδη αρχίσει ενώπιον του Δευτεροβάθμιου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου, είχε κάθε δικαίωμα να λάβει μέρος στην εκλογική διαδικασία, όπως παμψηφεί αποφάνθηκε και η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ύστερα από σχετικό ερώτημα του υπουργείου Παιδείας.
Η εκλογή της 5.11.1938 διεξήχθη ομαλώς, παρισταμένου του υπουργού Θρησκευμάτων και Παιδείας Κ. Γεωργακοπούλου, και με τη συμμετοχή του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως. Αρχιεπίσκοπος αναδείχθηκε ο γνωστός για τα δημοκρατικά του φρονήματα Μητροπολίτης Κορίνθου Δαμασκηνός [Παπανδρέου], με 31 ψήφους, έναντι 30 του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου [Φιλιππίδη], που υποστηριζόταν από το δικτατορικό καθεστώς. Ακολούθησε το Μεγάλο Μήνυμα, η επίσημη δηλαδή και κατά την εκκλησιαστική τάξη αποδοχή της εκλογής από τον νέο Αρχιεπίσκοπο και η κατάστρωση της πράξεως της εκλογής στον Ι. Κώδικα της Εκκλησίας, ακριβές αντίγραφο της οποίας δόθηκε στον παριστάμενο υπουργό προκειμένου να ακολουθήσει η έκδοση του σχετικού διατάγματος.
Η συνέχεια όμως δεν ήταν καθόλου ομαλή… Μετά την αρχική αμηχανία, που εκδηλώθηκε και κατά τη συνεργασία που είχε, στις 7.11.1938, ο Ι. Μεταξάς με τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Στ. Παπαφράγκο και με τον βασιλικό επίτροπο στην Ι. Σύνοδο Δημ. Πετρακάκο, με αντικείμενο την κανονικότητα και νομιμότητα της εκλογής, εκδιπλώθηκε το σχέδιο της δικτατορίας για την ανατροπή του νέου Αρχιεπισκόπου.
Στις 9.11.1938 τρεις Μητροπολίτες, μεταξύ αυτών και ο προεδρεύσας κατά την εκλογή τοποτηρητής, οι Φθιώτιδος Αμβρόσιος [Νικολαΐδης], Σάμου Ειρηναίος [Παπαμιχαήλ] και Μυτιλήνης Ιάκωβος [Νικολάου], προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά του κύρους της εκλογής με την αιτιολογία ότι ψήφισε κατ’ αυτήν ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης.
Επί σχετικού ερωτήματος, ο τότε καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Κ. Μ. Ράλλης αποφάνθηκε ότι ανεξαρτήτως του γεγονότος πως ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως τελούσε υπό κατηγορία, αφού δεν είχε τελεσιδίκως κριθεί η υπόθεσή του, το γεγονός ότι μετέσχε κατά την εκλογή, και μάλιστα ο προεδρεύων τοποτηρητής τον κάλεσε να ψηφίσει, χωρίς να φέρει κανείς αντίρρηση ή να υποβληθεί ένσταση προς τον παριστάμενο υπουργό Παιδείας, καταδεικνύει ότι η Ιεραρχία αναγνώρισε το δικαίωμά του να παραστεί και να ψηφίσει…
Παρά ταύτα το Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό την ασφυκτική πίεση που ασκήθηκε στα μέλη του από το δικτατορικό καθεστώς, με διαφορά μιας μόνον ψήφου (8 προς 7), με την απόφασή του (936/1938 Ολομ.) ακύρωσε την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Αψευδή μαρτυρία των πιέσεων που ασκήθηκαν αποτελούν οι προ πολλών ετών εκμυστηρεύσεις του σεβαστού μου δασκάλου καθηγητή Ανδρέα Α. Γαζή για τα όσα υπέστη τότε ο πατέρας του, σύμβουλος της Επικρατείας και εισηγητής της συγκεκριμένης υποθέσεως, Αντ. Γαζής…
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκε στις 21.11.1938 θα έπρεπε να οδηγήσει σε επανάληψη της εκλογής από το ίδιο Σώμα. Η δικτατορία δεν μπορούσε όμως να διακινδυνεύσει μια νέα ήττα, όταν μάλιστα 32 Μητροπολίτες είχαν ταχθεί με Υπόμνημά τους υπέρ της κανονικότητας της εκλογής του Δαμασκηνού, ο οποίος σε βαρυσήμαντη και αυστηρή επιστολή του προς τον Μεταξά, στις 29.11.1938, δήλωνε ότι εξελέγη και παραμένει Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Κατέφυγαν λοιπόν στην έκδοση αναγκαστικού νόμου (1493/1938) με τον οποίο μετέφεραν το δικαίωμα εκλογής Αρχιεπισκόπου από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας στη δωδεκαμελή Διαρκή Σύνοδο, και μάλιστα με το σύστημα του «τριπροσώπου», έτσι ώστε την τελική επιλογή να έχει η κυβέρνηση. Υπό την απειλή δε της συγκροτήσεως «Αριστίνδην Συνόδου» επιβλήθηκε στη Διαρκή Σύνοδο να μην περιλάβει στο τριπρόσωπο το όνομα του Δαμασκηνού, ο οποίος άλλωστε ούτε είχε παραιτηθεί ούτε είχε αποδεχθεί την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, έτσι ώστε η δικτατορική κυβέρνηση ανέδειξε, τελικώς, στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο τον εκλεκτό της, τον από Τραπεζούντος Χρύσανθο [Φιλιππίδη]…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ