Μπορεί οι προσωπικές και πολιτικές αθλιότητες που ακούγονται όλο και πιο πυκνά πια στο Κοινοβούλιο να προκαλούν μεγίστη θλίψη καθώς αποτελούν την πιο ορατή και απεχθή απεικόνιση της κατάπτωσής του στα χρόνια της κρίσης, όμως δεν είναι οι μόνες που την εκφράζουν – ίσως δεν συνιστούν καν τη χειρότερη από τις εκδοχές της.
Υβριστική προς τον κοινοβουλευτισμό και το Σύνταγμα είναι και η διαρκής μαζική κατάχρηση των νομοθετικών πράξεων προς αποφυγή της «παρακινδυνευμένης» ομαλής διαδικασίας – έχει φυσικά και την ιλαρή πλευρά της, όταν, για να επιτευχθεί ένα είδος «συμβατότητας» με το Σύνταγμα όλα αυτά θεμελιώνονται στην επίκληση λ.χ. της… δημόσιας υγείας! Το ίδιο συμβαίνει και με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Εξ ίσου υβριστική είναι και η αναγωγή από τα κόμματα της συνείδησης του βουλευτή σε… αδίκημα, όταν αυτό που εκείνη επιβάλλει έρχεται σε αντίθεση με την κομματική γραμμή – και αυτό δεν αφορά μόνον τα κόμματα της κυβέρνησης.
Μια ακόμα διάσταση της κοινοβουλευτικής πτώσης είναι το να βλέπει κανείς βουλευτές να σηκώνουν θύελλες στα τηλεπαράθυρα και να πηγαίνουν το βράδυ να ψηφίζουν αυτά που αυτοκλήτως το πρωί έβριζαν – το φαινόμενο ήταν πολύ έντονο στα δύο πρώτα χρόνια της κρίσης. Κατάπτωση επίσης συνιστά και η κατάχρηση των «άσχετων» τροπολογιών που ακόμα και σήμερα ζει και βασιλεύει. Κι όλα αυτά χωρίς να αναφερθεί κανείς στα φοβερά καραγκιοζιλίκια που ζήσαμε με την υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ και την αδιανόητη εικόνα της αρμόδιας επιτροπής.
Με λίγα λόγια, είτε θέλουν να το παραδεχθούν είτε όχι, σχεδόν οι πάντες έχουν βάλει το χεράκι τους ώστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το Κοινοβούλιο να βρίσκεται σε διαρκή τροχιά απαξίωσης, την οποία ουδείς μπορεί δυστυχώς, όσο και να θέλει, να σταματήσει. Αν σε αυτά προσθέσουμε και την παντελή σχεδόν απουσία μεγάλων κοινοβουλευτικών ανδρών «παλαιού τύπου» που θα έδιναν κάποιο τόνο αντίβαρου, η εικόνα είναι πλήρης: είναι η εικόνα μιας Βουλής δυσανάλογα λίγης σε σχέση με τις μέγιστες προκλήσεις της εποχής για τη Δημοκρατία, που όμως είναι απολύτως επιτακτικό να απαντηθούν.
Υπάρχει όμως και κάτι, φαινομενικά δευτερεύον, που δείχνει τη διαχρονική αντίληψη του ίδιου του Κοινοβουλίου για τα ζητήματα «τιμής»: αντί να ασχολείται με το πώς θα πετύχει την πραγματική άρση αυτής της πορείας προστρέχει σε τρόπους που αφορούν όχι το τι είναι αλλά το τι φαίνεται να είναι «η γυναίκα του Καίσαρα».
Κορυφαίο δείγμα αυτής της υποκρισίας, η φράση «να σβηστεί από τα πρακτικά», που τόσο συχνά ακούμε ειδικά τα τελευταία χρόνια. Ε όχι λοιπόν! Να μη σβηστεί τίποτα από τα πρακτικά. Γιατί να σβηστεί; Γιατί να μην αποτυπώνεται η αλήθεια των πραγμάτων; Τι είδους αντίληψη επιτρέπει μια τέτοια πλαστογράφηση της ζώσας ιστορίας του κοινοβουλευτικού βίου της χώρας; Γιατί αυτά που συμβαίνουν και τα βλέπει και τα ακούει «ζωντανά» όλη η Ελλάδα, δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στους επίσημους τόμους των πρακτικών της Βουλής;
Η χαμένη τιμή της Βουλής δεν προστατεύεται έτσι. Τι νόημα έχει αυτή η υποκρισία; Προφανώς κανένα, πλην του ότι απλώς καθιστά το σώμα των πρακτικών του Κοινοβουλίου ως ένα αναξιόπιστο υλικό τόσο για τον σημερινό πολίτη, όσο για τον ιστορικό του μέλλοντος, καθώς τα λογοκριμένα κοινοβουλευτικά πρακτικά απλώς λένε ψέματα. Όμως, γιατί;