Οι παλιοί μαρξιστές «ορκίζονταν» ότι όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, καταντάει φάρσα. Ακόμα μεγαλύτερη φάρσα όμως είναι το να βλέπει κανείς σε μία χώρα που διαλύεται οι πολιτικοί της να «τσακώνονται» για παλαιούς πολιτικούς ηγέτες η «υπεράσπιση» ή η «καταδίκη» των οποίων μεταβάλλεται και αλλάζει χέρια ανάλογα με τη συγκυρία της στιγμής, έτσι ώστε οι «υπερασπιστές» ή οι «κατήγοροι» να πάρουν πόντους σε ένα καυγά προσχηματικό, φτιαχτό, γελοίο και, εν τέλει, εντελώς ανιστόρητο.
Το έλλειμμα σοβαρότητας είναι κυρίαρχο σε αυτή τη συζήτηση που ξεφύτρωσε από το πουθενά και βασικά ισούται με το έλλειμμα σοβαρότητας όσων την τροφοδοτούν για να κάνουν τη δουλίτσα τους.
Αυτή η συζήτηση θα είχε ασφαλώς ουσιώδες νόημα αν ο σκοπός της ήταν να μάθουμε κάτι από το παρελθόν. Με τον τρόπο όμως που διεξάγεται τώρα όχι απλώς δεν έχει περιεχόμενο, αλλά συνιστά και ένα είδος επικίνδυνης τυμβωρυχίας.
Τι θέλουν δηλαδή αυτοί που τη διεξάγουν; Να ρίξουν κι άλλο λάδι σε μία φωτιά που ήδη τείνει εκ των πραγμάτων να γίνει ανεξέλεγκτη; Κι αυτή δεν είναι άλλη παρά η φωτιά της διχαστικότητας ενός λαού που υποφέρει και μίας κοινωνίας που αποσυντίθεται.
Εκείνοι που από το πουθενά σηκώνουν σήμερα τους ιστορικούς ηγέτες από τους τάφους τους και επιχειρούν να τους κινήσουν σα να ήταν μαριονέτες στις καμπάνιες τους για να πολώσουν, το μόνο που δείχνουν είναι το βαθμό επικινδυνότητάς τους και το κυριολεκτικά θλιβερό επίπεδο της αίσθησης ευθύνης τους απέναντι σε μία φοβερή πραγματικότητα.
Αν όμως επιμένουν να το κάνουν, τουλάχιστον, ας τηρήσουν ορισμένα ελάχιστα προαπαιτούμενα.
Πρώτον, ας έχουν κάποια, όση είναι δυνατόν για τέτοιους πολιτικούς, συνέπεια με τους εαυτούς τους: ας θυμούνται λοιπόν τι έλεγαν και τι λένε.
Δεύτερον, ας καταλαβαίνουν για τι μιλάνε.
Τρίτον, ας μην καρφώνονται για τα εντελώς ιδιοτελή τους κίνητρα.
Και, τέταρτον, το πιο σοβαρό, ας αντιληφθούν επιτέλους ότι έτσι όπως πάνε τα πράγματα, πολύ περισσότερο από τους ηγέτες του πρόσφατου παρελθόντος άλλοι θα έπρεπε να τους απασχολούν στην όψιμη «ιστορική» προβληματική τους: υπάρχουν λ.χ. ο Ζαχαριάδης, ή ο Γούναρης: ας μη γίνουν λοιπόν εκείνοι επίκαιροι.