Συχνά στην Ελλάδα ερμηνεύουμε τις πολιτικές εξελίξεις με μύθους και ταμπέλες. Γιατί έτσι ίσως είναι πιο εύκολη η εξήγησή τους. Ο τρόπος με τον οποίο εκλαμβάνεται από σημαντική μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης η έκρηξη της λαϊκής οργής στην Τουρκία είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις.
Ένας από τους μύθους για την Τουρκία που καταρρέει τις τελευταίες μέρες είναι εκείνος του Ερντογάν. Επί χρόνια ο ελληνικός Τύπος είχε κατακλυστεί από διθυραμβικά σχόλια υπέρ του μεταρρυθμιστή Τούρκου πρωθυπουργού. Η σύγκρουσή του με το στρατιωτικό κατεστημένο ερμηνευόταν από πολλούς ως μία δημοκρατική επανάσταση και η νεο-οθωμανική μετάλλαξη στην οποία οδηγούσε τη χώρα του χαρακτηριζόταν «μεταπολίτευση», με σαφείς παραλληλισμούς με την ελληνική μεταπολίτευση ή την πτώση καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία.
Αρκετοί από εκείνους που επί χρόνια «ζαχάρωναν» με τα επιτεύγματα του Ερντογάν προσπαθούν τώρα να «πιάσουν στασίδι» στην πλατεία Ταξίμ.
Το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν η γειτονική χώρα ήταν επί χρόνια δυσδιάκριτο στην εδώ πλευρά του Αιγαίου. Στην πραγματικότητα, το δίλημμα της Τουρκίας ήταν ανάμεσα σε δύο ολοκληρωτικές προτάσεις: Το πολιτικό Ισλάμ -έστώ και στην μετριοπαθή του εκδοχή, που σημειωτέον δεν το έφερε στο πολιτικό προσκήνιο ο Ερντογάν, αλλά δεκαετίες νωρίτερα ο Ερμπακάν- και τον εθνικιστικό μιλιταρισμό που πρέσβευαν οι κεμαλικοί, με αιχμή του δόρατος τον στρατό.
Για τη Δύση η διαφορά μεταξύ των δύο συνίσταται στο γεγονός ότι έβρισκε στο πρόσωπο του Ερντογάν έναν ευήκοο συνομιλητή, ασχέτως αν αυτός είχε στραμμένο το βλέμμα του στην Ανατολή.
Δημοκρατία που να λειτουργεί πλήρως, με όλους τους θεσμούς, δεν υπήρξε ποτέ στη σύγχρονη Τουρκία. Η όποια προσπάθεια έγινε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 για την εγκαθίδρυση μιας δυτικής αστικής Δημοκρατίας αποδείχτηκε θνησιγενής, μέσα στο κλίμα της ακραίας πόλωσης και ένοπλης σύγκρουσης της εποχής εκείνης. Εξάλλου, στην Τουρκία κυριαρχεί μία αρκετά διασταλτική ερμηνεία για το τι είναι Δημοκρατία. Ακόμη και πραξικοπηματίες στρατηγοί ενίοτε αυτοπροσδιορίζονται ως δημοκράτες.
Πραγματικότητα που είναι ελάχιστα γνωστή στην Ελλάδα αποτελεί επίσης το γεγονός ότι το πλέον φιλελεύθερο Σύνταγμα της Τουρκίας είναι εκείνο που συνέταξε το στρατιωτικό καθεστώς μετά το πραξικόπημα του 1960 και έμεινε σε ισχύ μόνο για 20 χρόνια. Μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980 άρχισε ο ανελέητος διωγμός των αριστερών, γεγονός που έγειρε τη ζυγαριά υπέρ των ισλαμιστών. Δηλαδή, οι ίδιοι οι στρατιωτικοί συνέβαλαν στη σημερινή άνοδο των ισλαμιστών.
Στο σημείο αυτό εύλογα διερωτάται κανείς εάν υπάρχουν δημοκρατικοί πολίτες στην Τουρκία, με πολιτικές ευαισθησίες ανάλογες εκείνων που έχουν οι πολίτες σε χώρες της Ευρώπης. Η απάντηση είναι ότι σαφώς υπάρχουν και μάλιστα είναι πολλοί σε απόλυτους αριθμούς, με δεδομένο τον πληθυσμό της Τουρκίας. Μόνο που ποτέ δεν κατόρθωσαν να αποτελέσουν κρίσιμη μάζα ώστε να αγγίξουν την εξουσία. Ίσως για αυτό το λόγο έμειναν και πιο «αγνοί» όσον αφορά την ιδεολογική τους συγκρότηση και εκπέμπουν έναν ρομαντισμό άλλων εποχών στα μάτια του ελληνικού κοινού.
Τέλος, το ιστορικό αυτό υπόβαθρο αρκεί να αιτιολογήσει και τους λόγους για τους οποίους στερείται βάσης ο παραλληλισμός των διαδηλώσεων στην πλατεία Ταξίμ με εκείνες των «Αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα, όπως πολλοί επιχείρησαν να κάνουν, κυρίως μέσω των κοινωνικών δικτύων.