Οταν πριν από πολλά χρόνια ένας υπουργός Πολιτισμού είχε χαρακτηρίσει τους ποιητές «λαπάδες», είχε ξεσηκωθεί το Πανελλήνιο (λογοτεχνικό και μη) για την εξύβριση των θεραπόντων εκείνης της τέχνης, που έχει οδηγήσει στις υψηλότερες κορυφές την καλλιτεχνική μας έκφραση. Το ενδεχόμενο να υπήρχαν (να υπάρχουν) λαπάδες μεταξύ των ποιητών δεν πέρασε καν από το μυαλό των ξεσηκωθέντων· ως εκ τούτου ήταν φυσικό να μην είχε περάσει και η σκέψη ότι η μόνη σχέση του εν λόγω υπουργού με την ποίηση μπορεί να ήταν η γνωριμία του με ποιητές που του έδιναν την εντύπωση λαπάδων.
Οτι υπάρχουν ποιητές που δίνουν την εντύπωση λαπάδων (χωρίς να είναι) είναι κάτι που μπορούν να το επιβεβαιώσουν οι ειδήμονες της λογοτεχνικής μας αγοράς· όπως υπάρχουν και ποιητές που είναι λαπάδες χωρίς να δίνουν αυτή την εντύπωση. Υπάρχουν επίσης και ποιητές που όχι μόνο δίνουν την εντύπωση, αλλά και είναι λαπάδες. Εννοείται ότι οι περισσότεροι ποιητές (οι περισσότεροι από τους πραγματικούς ποιητές) μόνο λαπάδες δεν είναι.
Αν σκεφτούμε ότι τα όσα γράφω παραπάνω ισχύουν για τους εκπροσώπους κάθε μορφής τέχνης και δραστηριότητας που εμπίπτει στη δικαιοδοσία ενός υπουργείου Πολιτισμού (είναι φανερό ότι αυτούς εννοούσε ο υπουργός με τη λέξη λαπάδες), τότε η παραπάνω εισαγωγή θα μπορούσε να προσανατολίσει προς μια σωστή απάντηση στο ερώτημα του «Βήματος» αν οι πολιτικοί μας απαξιώνουν τον πολιτισμό. Διότι θα έδειχνε πόσο δύσκολη είναι η άσκηση του έργου ενός υπουργού Πολιτισμού.
Περιορίζω την απάντηση στις σχέσεις του υπουργείου Πολιτισμού με τον πολιτισμό, γιατί η απάντηση στη γενική μορφή του ερωτήματος (οι σχέσεις των πολιτικών μας με τον πολιτισμό) είναι αυτονόητη. Με την εξαίρεση των εγχωρίων ομοϊδεατών του Γκέμπελς («όταν ακούω τη λέξη διανοούμενος βγάζω πιστόλι»), οι οποίοι καλλιεργούν συστηματικά τον τραμπουκισμό, οι πολιτικοί μας όχι μόνο δεν απαξιώνουν τον πολιτισμό, αλλά και δεν χάνουν την ευκαιρία να δηλώσουν την πολιτισμική τους ευαισθησία. Επισκέπτονται καλλιτεχνικές εκθέσεις· συμμετέχουν σε παρουσιάσεις βιβλίων (των οποίων, ενίοτε, είναι και συγγραφείς)· εκφράζουν (τόσο σε ατομικό όσο και σε κομματικό επίπεδο) τη θλίψη τους για την αποδημία συγγραφέων, καλλιτεχνών και, εν γένει, πολιτισμικών παραγόντων (σημαντικών και μη)· εκφράζουν ευχές για την πολιτισμική αναβάθμιση της επαρχίας –με λίγα λόγια, επισημαίνουν τη μεγάλη σημασία της καλλιέργειας του πολιτισμού για την ανάπτυξη της χώρας.
Ολα αυτά τα ωραία –που, αν δεν συντελούν στην πολιτισμική ανάπτυξη, τουλάχιστον δεν την εμποδίζουν –τελούνται σε ένα θεωρητικό, δηλαδή ανέξοδο και ανώδυνο, επίπεδο. Το πραγματικό διακύβευμα, βέβαια, τις σχέσεις της πολιτικής με τον πολιτισμό, διαμορφώνεται στο πρακτικό πεδίο. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος της δημιουργίας υπουργείου Πολιτισμού στη χώρα μας, το οποίο σε παλαιότερες εποχές δεν υπήρχε. Κυριαρχεί η ιδέα, κυρίως μεταξύ των πολιτικών, ότι το υπουργείο αυτό είναι εύκολο υπουργείο –ιδέα λανθασμένη. Διότι το υπουργείο Πολιτισμού είναι εκείνο στο οποίο η έννοια του λαπά, όπως συνάγεται από την τυπολογία μου της ποιητικής εκδοχής του, επενεργεί περισσότερο απ’ ό,τι σε κάθε άλλο υπουργείο.
Αυτό συμβαίνει γιατί η ποιότητα των πολιτισμικών αγαθών, στη στήριξη και ενίσχυση των οποίων αποβλέπει η λειτουργία αυτού του υπουργείου, είναι δυσκολότερα προσδιορίσιμη από εκείνη των αγαθών που εντάσσονται στη δικαιοδοσία των άλλων υπουργείων. Είναι δυσκολότερα προσδιορίσιμη γιατί δεν είναι μετρήσιμη με τα ίδια μέτρα. Ως έργο πνευματικό και δημιούργημα ευαισθησίας, το πολιτισμικό προϊόν απαιτεί μιαν αξιολόγηση με κριτήρια πολύ λεπτότερα, τα οποία δεν διαθέτουν οι συνήθεις αρμόδιοι και παρατρεχάμενοι των ελληνικών υπουργείων. Και καθώς το υπουργείο Πολιτισμού υπόκειται κι αυτό στις βουλήσεις του κομματισμού και των πελατειακών σχέσεων (δηλαδή στην πίεση των λαπάδων), η επιτέλεση του έργου γίνεται ιδιαίτερα προβληματική.
Αν επέμεινα στη λαπαδολογία του παλαιού υπουργού είναι γιατί πιστεύω ότι δήλωσή του εκείνη είναι η σημαντικότερη δήλωση που έγινε ποτέ για τα προβλήματα αυτού του υπουργείου. Διότι ο υπουργός εκείνος όχι μόνο είχε αντιληφθεί τα αίτια της δημιουργίας αυτών των προβλημάτων, αλλά είχε και το θάρρος να τα υποδείξει. Το μόνο πρόβλημα με τη δήλωσή του ήταν πως, με το να βάλει όλους τους πνευματικούς δημιουργούς στο ίδιο τσουβάλι, έδειξε ότι δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσει τους πραγματικούς λαπάδες από τους μη πραγματικούς και από τους μη λαπάδες, αδυναμία που οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για τη θέση που κατείχε.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα των σχέσεων του υπουργείου Πολιτισμού με τον πολιτισμό: στην επιλογή των προσώπων που θα διαθέτουν τις προϋποθέσεις για να διαχειριστούν με επιτυχία αυτές τις σχέσεις. Και προϋποθέσεις δεν είναι μόνο η μεγάλη καλλιέργεια και η ικανότητα σωστής αξιολόγησης των πολιτισμικών αγαθών και προτεραιοτήτων, σε συνδυασμό με τη διοικητική δεξιότητα· είναι και η θωράκιση έναντι των ορέξεων της πελατειακότητας. Αναρωτιέται κανείς γιατί θα έπρεπε ο υπουργός Πολιτισμού να επιλέγεται αναγκαστικά από τις τάξεις του Κοινοβουλίου, αφού το ενδιαφέρον των πολιτικών μας για τον πολιτισμό είναι περισσότερο θεωρητικό και όχι απρόσβλητο από πολιτικές σκοπιμότητες; Μήπως θα ήταν καλύτερα, έως ότου βρεθούν οι πολιτικοί που θα διαθέτουν τις τρεις παραπάνω προϋποθέσεις, υπουργός να ορίζεται, κοινή κομματική συναινέσει, ένα πρόσωπο εξωκοινοβουλευτικό, που ο βίος και η πολιτεία του θα έχουν δείξει ότι είναι η καταλληλότερη επιλογή γι’ αυτή τη θέση;
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ