Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του στο ΒΗΜΑ στις 19 Μαΐου, με τίτλο «Μισαλλοδοξία και ελευθερία του λόγου» ο Σταύρος Τσακυράκης διερωτάται «Σε ποια βάση άραγε μπορεί μια φιλελεύθερη κοινωνία να απαγορεύσει τον μισαλλόδοξο λόγο, χωρίς να αντιφάσκει με την θεμελιώδη σημασία που αποδίδει στην ελευθερία της έκφρασης;».
Καταλήγει ότι δεν υπάρχει τέτοια βάση, συμμεριζόμενος έτσι αντίστοιχους προβληματισμούς που αναπτυχθήκαν όταν στην Γαλλία και άλλού προέκυψε το θέμα της άρνησης του Ολοκαυτώματος και γενικότερα η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς. Το θέμα είναι αναμφίβολα σύνθετο και από την φύση του δύσκολο. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΚΚΕ που δεν έχει τις φιλελεύθερες ανησυχίες του Τσακυράκη, για λόγους μελλοντικής αυτοπροστασίας του, πρακτικά καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με αυτόν. Έχοντας επίγνωση της δυσκολίας που συνεπάγεται η προσπάθεια να βάλεις όριο με βάση τον νόμο (η ελευθερία χωρίς όρια σε απαλλάσσει από αυτήν την υποχρέωση) παρά ταύτα πιστεύω ότι υπάρχει όριο που το προσδιορίζει ο συνδυασμός ιστορικής γνώσης και άμεσης, σχεδόν αυτόματης, σύνδεσης της έκφρασης με την δράση. Γιατί ο συνδυασμός ναζισμού, παντός τύπου ρατσισμού και ξενοφοβίας, έχει ιστορικά καταγραφεί και καθημερινά καταγράφεται ως το απόλυτο κακό, χωρίς αστερίσκους και ερωτηματικά. Δεν είναι το μόνο κακό, είναι όμως το απόλυτο κακό, που δεν αποδέχεται καμία διαφορετικότητα και κάνει τον διαφορετικό σαπούνι ενώ εφαρμόζει αμέσως στον δρόμο τα πιστεύω του.
Δηλαδή η δολοφονική έκφραση μετατρέπεται αυτόχρημα και συνήθως οργανωμένα σε δολοφονία. Δεν διαλέγονται, χρησιμοποιούν το κοινοβούλιο όπως τους έμαθε ο Γκαίμπελς (ερχόμαστε σαν λύκοι να πέσουμε στα πρόβατα) και αυτή είναι μια από τις διαφορές τους με την λαϊκή η άκρα Δεξιά. Ενώ λοιπόν έχει δίκιο ο Σταύρος όταν προτάσσει τον αντίλογο ως μέσο αντιμετώπισης, έχει κατά την γνώμη μου λάθος όταν τον απολυτοποιεί «ως τον μόνο ορθό και αποτελεσματικό τρόπο».
Η εμπειρία από την μεταπολεμική Γερμανία έδειξε ότι και η συνταγματική απαγόρευση λειτούργησε (και στην Βαϊμάρη κατά πάσα πιθανότητα θα λειτουργούσαν οι απαγορευτικοί νόμοι, αν έπαιρναν τους ναζί από την αρχή στα σοβαρά. Τώρα όμως ξέρουμε).
Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, τα ναζιστικά μορφώματα μετονομάστηκαν επανειλημμένως, αλλά η ασφυκτική πίεση από μέρους του κράτους απέδωσε και κυρίως απονομιμοποίησε τις πρακτικές τους. Η παράλληλη απαγόρευση του KPD (Κομμουνιστικού Κόμματος) για ιστορικούς λόγους (βλ. Ανατολική Γερμανία), δεν επηρέασε σημαντικά την Αριστερά η οποία μετά την ενοποίηση δρα, αναπτύσσεται και συμμετέχει στην δημόσια ζωή ως die Linke. Αυτά για τους φόβους του ΚΚΕ, το οποίο δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι ουδείς σήμερα το παίρνει στα σοβαρά όταν απειλεί «το αστικό καθεστώς».
Επίσης, με βάση την εμπειρία από τις χώρες της ΕΕ, δεν νομίζω ότι δικαιολογούνται φόβοι ότι «αν περιορίσουμε την έκφραση βάσει των πραγματικών ή εικαζομένων επιπτώσεων που έχει το περιεχόμενο του μηνύματος σε κάποιους, τότε προσυπογράφουμε την πιο άγρια λογοκρισία».
Και κάποια παρατράγουδα στις νέες (πρώην σοσιαλιστικές χώρες, πχ Ουγγαρία, Εσθονία) αντιμετωπίστηκαν από την δύναμη της Δημοκρατίας. Ας έχουμε δε υπόψη μας ότι όταν αναφερόμαστε στους νεοναζιστές μιλάμε για πολύ πραγματικές επιπτώσεις και όχι εικαζόμενες. Πρόκειται για άμυνα της Δημοκρατίας η οποία μπορεί να αλλάζει μορφή ανάλογα με το μέγεθος και την αμεσότητα της απειλής.
Ο νόμος, και συνακόλουθα η όποια ποινή, δεν υπάρχουν αναλλοίωτοι στον χρόνο και ανεπηρέαστοι από τις ιστορικές εξελίξεις Δεν πρέπει βέβαια να εξυπηρετούν εφήμερες σκοπιμότητες αλλά δεν είναι και αναίσθητοι μπροστά σε προκλήσεις ιστορικού διαμετρήματος. Αν δούμε με σημερινά κριτήρια την καταδίκη και εκτέλεση την 6η Φεβρουαρίου 1945 του Γάλλου συγγραφέα, εθνικοσοσιαλιστή και συνεργάτη των Γερμανών Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, θα θεωρήσουμε την ποινή υπερβολική. Τότε οι νωπές μνήμες των εκτελεσμένων αντιστασιακών και των εγκλημάτων κατακτητών και συνεργατών τους επέβαλαν στον Ντε Γκωλ να απορρίψει την αίτηση χάριτος. Ο συνδυασμός ναζισμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας δεν αποτελεί μια μικρή πρόκληση και η ιστορική εμπειρία λέει ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με όλα τα νόμιμα μέσα από την αρχή. Η συζήτηση για τις άλλες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που θα περιορίσουν το φαινόμενο, είναι νόμιμη, αναγκαία αλλά παράλληλη μα την αδιάλλακτη στάση που πρέπει να έχει η πολιτεία απέναντι στο φαινόμενο. Και η αδιαλλαξία αποτυπώνεται και στο νομοθετικό έργο.
Ξέρω τις ποικίλες ενστάσεις αλλά δεν τις συμμερίζομαι. Μα είναι μόνο ο ναζισμός; Και τα γκουλάγκ του Στάλιν; Και ο Πολ Ποτ; Και τα εγκλήματα του καπιταλισμού; Και η αποικιοκρατία που την υπηρέτησαν δυτικές δημοκρατίες; Και η υποκρισία της εκκλησίας, με την Ιερά Εξέταση, την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και την απόφαση ότι οι δούλοι δεν έχουν ψυχή ώστε να νομιμοποιείται το δουλεμπόριο;
Επιμένω και για αυτό χρησιμοποίησα την έκφραση απόλυτο κακό, μόνο ο ναζισμός – φασισμός…
Όλα τα άλλα σχετικοποιήθηκαν η και ανατράπηκαν εκ των έσω, αυλακώθηκαν από αιρέσεις, ερμηνείες που η ουμανιστική προσέγγιση αμφισβήτησε τον ολοκληρωτικό πυρήνα και συγκρούστηκε με τους φανατικούς και την μισαλλοδοξία τους. Μετά τον Στάλιν (με τον οποίον ας μην ξεχνάμε ότι συμπαρατάχθηκαν ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ απέναντι στο απόλυτο κακό) υπήρξε ο Μπερλίγκουερ, ο Χο Τσι Μινχ, ο Γκορμπατσώφ.
Ο καπιταλισμός εν μέρει εξανθρωπίστηκε, οι Δημοκρατίες παρήγαγαν εσωτερικά αντισώματα ώστε να φτάσει σε αίσιο τέλος ο αντιαποικιακός αγώνας, δίπλα στα εκκλησιαστικά Ιερατεία υπήρξαν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η Θεολογία της απελευθέρωσης, ο δικός μας Αναστάσιος της Αλβανίας. Και κυρίως εκατομμύρια οπαδοί που πίστεψαν σε ένα καλύτερο κόσμο, πιο ανθρώπινο και απογοητεύτηκαν αλλά βάλανε το λιθαράκι τους προς την ορθή κατεύθυνση.
Και εδώ έγκειται η κολοσσιαία διαφορά με τους ναζί και τους νεοναζιστές που επιβάλλει κατά την γνώμη μου και διαφορετική νομική αντιμετώπιση. Αυτοί για τίποτε δεν μετάνιωσαν και είναι έτοιμοι να κάνουν ακριβώς τα ίδια και πάλι. Δεν μπορούν αυτή την στιγμή να κάψουν ανθρώπους σε φούρνους, μαχαιρώνουν τα βράδια. Από την λατρεία του θανάτου και το viva la muerte των φρανκικών, στους φούρνους του ¨Άουσβιτς και στο «Αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή».
Αυτή η αιμάτινη γραμμή δεν αντιμετωπίζεται μόνο με αντίλογο. Η νομοθετική θωράκιση δεν αποτελεί υποχώρηση της φιλελεύθερης κοινωνίας. Αποτελεί απόδειξη σοβαρότητας και αποφασιστικότητας.