Στις 12 Μαΐου 1991 η τοπική οργάνωση Μονάχου – Ανω Βαυαρίας του εξτρεμιστικού-φιλοναζιστικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (NPD) διοργάνωσε εκδήλωση με θέμα «Το μέλλον της Γερμανίας στη σκιά του πολιτικού εκβιασμού» με κεντρικό ομιλητή τον γνωστό αρνητή του Ολοκαυτώματος David Irving. Η εκδήλωση είχε προαναγγελθεί από κομματικό έντυπο με την επισήμανση ότι ο ομιλητής θα έπαιρνε θέση στο ερώτημα εάν οι Γερμανοί θα εξακολουθούσαν «να ανέχονται τη σύγχρονη ιστορία ως ένα όργανο πολιτικού εκβιασμού». Καθώς η τέλεση αξιόποινων πράξεων στη διάρκεια της εκδήλωσης θεωρήθηκε από τις αρχές πιθανή, η Δημαρχία του Μονάχου έθεσε τις παραδεκτές προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή της, οι οποίες αφορούσαν την απαγόρευση άρνησης ή αμφισβήτησης του Ολοκαυτώματος από τους διοργανωτές και τους προσκεκλημένους τους. Η απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (1 BvR 23/94/13.4.1994) που προκλήθηκε εξαιτίας της προσφυγής του NPD κατά της θεσμικής πλαισίωσης για τη διεξαγωγή της εκδήλωσης αποτελεί ορόσημο και προσδίδει κατεύθυνση στη νομοθετική διαδικασία για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας πανευρωπαϊκά. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στην απόφαση:
«Η ελευθερία του λόγου δεν είναι εγγυημένη άνευ όρων… υπόκειται στους περιορισμούς του Θεμελιώδους Νόμου και της γενικής νομοθεσίας… Η ελευθερία του λόγου δεν κατέχει προτεραιότητα έναντι της προστασίας της προσωπικότητας. Αναφορικά με τις εκφράσεις γνώμης που εκλαμβάνονται ως τυπική προσβολή ή ύβρι, η προστασία της προσωπικότητας κατά κανόνα προηγείται της ελευθερίας της γνώμης. Σε ό,τι αφορά τις απαγορευόμενες εκφράσεις, ότι στο Τρίτο Ράιχ δεν υπήρξε δίωξη των εβραίων, πρόκειται… για αναληθή ισχυρισμό… που δεν απολαμβάνει την προστασία της ελευθερίας της γνώμης».
Είναι ωστόσο δυνατόν να υπάρχουν περιορισμοί στην έκφραση γνώμης στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας; Τι είδους δημοκρατία θα ήταν αυτή που δεν θα επέτρεπε ακόμη και στους αρνητές της μνήμης του Ολοκαυτώματος να εκφράσουν την «α-μνησία» τους, όποια κίνητρα κι αν είχε η απώθηση ή παραποίηση της δικής τους μνήμης; Προσωπικά θα μου φαινόταν πάντως σαν μια «δημοκρατία-κόλαση» εκείνη στην οποία κάθε λεκτικός συνειρμός θα μπορούσε ελεύθερα να εκλυθεί στην κοινωνικο-πολιτική ατμόσφαιρα. Πριν επιδοθούμε σε έναν καταιγισμό καταγγελιών εναντίον των περιορισμών στην ελεύθερη έκφραση (ακόμη και) του (πλέον ακραίου) λόγου, ας ομολογήσουμε κατ’ αρχάς ότι οι περιορισμοί στην έκφραση του λόγου και της γνώμης είναι σύμφυτοι της ίδιας της ελευθερίας της έκφρασης, εφόσον κάθε φορά που εκφράζουμε κάτι συνειδητά ή ασυνείδητα αποφασίζουμε να μην πούμε ή να μη γράψουμε κάτι άλλο για λόγους προσωπικούς αλλά και άλλους που σχετίζονται με το περιβάλλον στο οποίο απευθυνόμαστε ή και από το οποίο εξαρτόμαστε. Τα όρια μεταξύ λόγου και πράξης είναι διακριτά, συγχρόνως όμως είναι και διαπερατά. Οποιος έχει διαβάσει τα σημειωματάρια του Βίκτορα Κλέμπερερ (που εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1957 με τίτλο «Lingua Tertii Imperii»), στα οποία αναλύεται η γλώσσα των Ναζί, αντιλαμβάνεται με τρόπο δραματικό το περιεχόμενο της προμετωπίδας του βιβλίου: «Η γλώσσα είναι πιο πολύ κι από αίμα». Η γλώσσα ήταν το πιο «δυνατό» μέσο επιρροής που διέθεταν οι Ναζί: επρόκειτο για μια «γλώσσα δηλητηριώδη» που κατεξουσίασε όχι μόνο τους πιστούς οπαδούς του χιτλερισμού, αλλά και τους αδιάφορους, ακόμη και αντιπάλους του. Τηρουμένων των αναλογιών αυτό συμβαίνει με τη γλώσσα των εξτρεμιστών: παρά την εκφραστική πενία της, ίσως και εξαιτίας της, «εγκλωβίζει» και «περικυκλώνει».
Ο αντιρατσιστικός νόμος που σχεδιάζει το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων: κατά πολλούς η έννοια «εχθροπάθεια», που περιέχεται, είναι ασαφής εφόσον ο ορισμός της θα μπορούσε να απομονωθεί από την καλλιέργεια ρατσιστικών διακρίσεων και να συνδεθεί με ευρύτερες μορφές πολιτικής αντιπαλότητας, ενώ κατ’ άλλους με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας πλήττεται η ελευθερία του λόγου ή και απειλείται η ελεύθερη πολιτική δράση. Οι αιτιάσεις είναι ως ένα σημείο εύλογες και τα αδύνατα σημεία πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ο νέος νόμος εναντίον του ρατσισμού και της ξενοφοβίας κύριο σκοπό δεν μπορεί παρά να έχει την αντιμετώπιση του φαινομένου του φιλοναζιστικού εξτρεμισμού. Δεν πρόκειται για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Ιστορία, γι’ αυτό το ζητούμενο δεν είναι ένας νόμος που να διαχειρίζεται τα προβλήματα του δεξιού εξτρεμισμού κατ’ αναλογία προς εκείνα του αριστερού εξτρεμισμού ούτε να θέτει ευρύτερους κανόνες πολιτικής ορθότητας και να τηρεί ίσες αποστάσεις από θεωρητικώς ομόλογα ιστορικά-πολιτικά φαινόμενα. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Ο φιλοναζιστικός εξτρεμισμός περικυκλώνει την κοινωνία. Τα μέσα του εγκλωβισμού (μεταξύ αυτών ο λόγος και τα σύμβολα του φιλοναζιστικού εξτρεμισμού) δεν είναι κενά σημαίνοντα, γι’ αυτό και η αντιμετώπιση των υπονομευτών της δημοκρατίας πρέπει να είναι αυστηρή. Ταυτοχρόνως η αντιμετώπιση δεν μπορεί να είναι μόνο νομικο-δικαιική, αλλά συγχρόνως (εκ-)παιδευτική και πολιτική. Και σε αυτό το πεδίο η ελληνική Πολιτεία έχει μείνει δυστυχώς απελπιστικά πίσω.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ