Πριν από λίγες εβδομάδες η χειρότερη οικονομική κρίση της Ευρώπης φαινόταν να πλησιάζει στο τέλος της. Η σταθερότητα επέστρεφε. Όμως τα φαινόμενα αποδείχτηκαν παραπλανητικά. Ένα μικρό πρόβλημα (τουλάχιστον στην κλίμακα) όπως η Κύπρος, όταν συνδυάζεται με ένα σχεδόν απίστευτο βαθμό ανικανότητας μεταξύ της «τρόικα» (την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), ήταν αρκετό για να μετατρέψει ένα μικρό εμπόδιο σε μια τεράστια κρίση.
Όσο οι αγορές παρέμεναν καθησυχασμένες, η κρίση της Κύπρου φανέρωνε την πλήρη έκταση της πολιτικής καταστροφής που η κρίση της ευρωζώνης έχει δημιουργήσει: η Ευρωπαϊκή Ένωση αποσυντίθεται στον πυρήνα της.
Η πρόσφατη ευρωπαϊκή κρίση εμπιστοσύνης για το ευρωπαΐκό οικοδόμημα είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τη νέα ανησυχία των αγορών, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλη μία ένεση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η παλαιότερη πολιτική τάξη της Ευρώπης βασιζόταν στον ανταγωνισμό, στην έλλειψη εμπιστοσύνης, στη διαπάλη για την εξουσία και, τελικά, στους πολέμους μεταξύ των κυρίαρχων κρατών. Αυτό κατάρρευσε στις 8 Μαΐου του 1945 και αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα βασισμένο στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, στην αλληλεγγύη, στη νομιμότητα και τον συμβιβασμό. Όμως, με την κρίση να διαβρώνει αυτά τα θεμέλια, η εμπιστοσύνη έδωσε τη θέση της στην καχυποψία, η αλληλεγγύη έχει υποκύψει σε παμπάλαιες προκαταλήψεις ( μέχρι και σε έχθρα μεταξύ φτωχού νότου και πλούσιου βορρά) και ο συμβιβασμός συγκλονίζεται από τάσεις κυριαρχίας.
Στο επίκεντρο των διαδικασιών της αποσύνθεσης βρίσκεται για άλλη μία φορά η Γερμανία. Αυτό συμβαίνει επειδή η Γερμανία, η με διαφορά ισχυρότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει επιβάλλει μια στρατηγική εξόδου της Ευρωζώνης από την κρίση, η οποία έχει λειτουργήσει επιτυχώς για αυτή στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, κάτω, όμως, από διαφορετικές εσωτερικές και εξωτερικές οικονομικές συνθήκες.
Για τις αναξιοπαθούσες ευρωπαϊκές χώρες του βορρά, το γερμανικό μείγμα λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αποδεικνύεται θανάσιμο, εξαιτίας της έλλειψης σημαντικών παραμέτρων όπως η αντιμετώπιση του χρέους και η ανάπτυξη.
Είναι θέμα χρόνου κάποια από τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης που βρίσκεται σε κρίση να εκλέξει έναν ηγέτη που δεν θα ανεχτεί πλέον την επιβεβλημένη πολιτική λιτότητας. Ακόμα και τώρα, όποτε πλησιάζουν εκλογές, οι εθνικές κυβερνήσεις υπόσχονται, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά, να προστατέψουν τους πολίτες τους από την Ευρώπη, επειδή η Γερμανία έχει φροντίσει η λιτότητα και οι διαρθρωτικές αλλαγές να αποτελούνν την κλασική συνταγή για τη διαχείριση της κρίσης.
Διατυπώνεται το επιχείρημα ότι η «σκληρή αγάπη» ήταν απαραίτητη στη νότια Ευρώπη, επειδή διαφορετικά τίποτα δε θα άλλαζε. Αυτή η αγάπη έχει αποδειχτεί πράγματι πολύ σκληρή, δημιουργώντας ταχείες οικονομικές συστολές, ογκώδη ανεργία ( αυξημένη κατά 50% μεταξύ των νέων) και συνεχιζόμενη οικονομική επιδείνωση εξαιτίας της αύξησης του χρέους. Όλα τα μέλη της ευρωζώνης καταγράφουν ελάχιστη οικονομική ανάπτυξη, αν όχι ύφεση.
Τί είναι επιδιώκει η Γερμανία; Μια γερμανική Ευρώπη δε θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει και από την πολιτική τάξη της χώρας λείπει το κουράγιο και η αποφασιστικότητα να διεκδικήσουν μια ευρωπαϊκή Γερμανία.
Λοιπόν, θέλει η Γερμανία να διατηρήσει τη νομισματική ένωση και έτσι να προστατεύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ; ‘Η μήπως θα επιτρέψει στην αντιπαράθεση και στην έλλειψη οράματος να επισπεύσουν τη διάβρωση των θεμελίων της Ευρώπης;
Σε μια τέτοια κρίση η πρόθεση δίνει τη θέση της στην πράξη ( ή στην έλλειψη αυτής). Η International Herald Tribune παρέθεσε τη φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Δεν αρκεί να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Ορισμένες φορές χρειάζεται να κάνουμε ό,τι πρέπει». Αυτό επιτάσσουν ακριβώς οι τωρινές συνθήκες στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη.
Αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι από καιρό ξεκάθαρο. Το κόστος για την διάσωση της νομισματικής ένωσης, κατά συνέπειαν και του ευρωπαϊκού πειράματος, είναι: περισσότερη κοινοτική αλληλλεγγύη, μια τραπεζική ένωση, μια δημοσιονομική ένωση και μια πολιτική ένωση. Όσοι αντιτίθενται θα πρέπει να αποδεχτούν την επιστροφή στην Ευρώπη των εθνικισμών και συνεπώς την έξοδο της από την παγκόσμια σκηνή. Καμία εναλλακτική –και σίγουρα κανένα status quo – δε θα λειτουργήσει.
Είανι πλεόν κοινός τόπος: η κρίση είτε θα καταστρέψει την Ευρώπη, είτε θα την οδηγήσει σε μια πολιτική ένωση. Η πραγματική κρίση δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική, είναι κρίση ηγεσίας. Η έλλειψη οράματος, θάρρους και αντοχής για την επίτευξη του σκοπού κυριαρχεί σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά περισσότερο στο Βερολίνο – και σε τμήμα της κυβέρνησης και σε τμήμα της αντιπολίτευσης.
Οι πολιτικοί των κρατών της Ευρώπης, μονίμως ασκούν κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την έλλειψη δημοκρατικής νομιμότητας, παρόλα αυτά έχουν και οι ίδιοι μερίδιο ευθύνης για αυτό. ‘Η μήπως οι ευρωπαϊστές έχουν γίνει τόσο δειλοί που παραχωρούν τη θέση τους σε αντιευρωπαϊστές λαϊκιστές και εθνικιστές; Αυτό θα ήταν καταστροφικό, επειδή η κρίση πλέον είναι πολύ βαθιά για να λυθεί με τεχνοκρατικά μέσα.
Η Γερμανία προετοιμάζεται για βουλευτικές εκλογές το φθινόπωρο στις οποίες –λίγο πολύ όπως και στις περσινές προεδρικές εκλογές της Γαλλίας –η ευρωπαϊκή κρίση δεν θα έχει μεγάλη σημασία. Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση πιστεύουν ότι είναι προτιμότερο να πουν στον γερμανικό λαό την αλήθεια όσον αφορά την πιο ζωτικής σημασίας ερώτηση: τί τους περιμένει μετά τις εκλογές. Αυτό όμως θα είναι παρωδία δημοκρατίας.
Τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν διαφορετικά εάν οι δυναμικές της ευρωπαϊκής κρίσης δημιουργήσουν σύγχυση στα σχέδια των Γερμανών πολιτικών. Μια τέτοια δυσάρεστη για τους Γερμανούς πολιτικούς έκπληξη δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και ίσως, στην παρούσα φάση, να αποδειχτεί η μεγαλύτερη πηγή ελπίδας για την Ευρώπη.
* Ο Γιόσκα Φίσερ είναι πρώην ηγέτης του κόμματος των Πράσινων, πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.