«Εχω πέντε αισθήσεις, όχι όμως και την αίσθηση του χιούμορ» είχε πει με άκρως χιουμοριστική διάθεση ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Εντουαρντ Αλμπι. Τα λόγια του θυμήθηκα κατά τη διάρκεια του βασανιστικού δεύτερου επεισοδίου τού «Κάψε το σενάριο». Ενώ παρακολουθούσα τις άκαρπες προσπάθειες πέντε νέων να μας κάνουν να γελάσουμε σε μια σύγχρονης κοπής επιθεώρηση από την οποία απουσίαζε εντελώς το βασικό συστατικό του είδους: το χιούμορ.
Είχα αναφερθεί και πέρυσι στην ατυχήσασα κατά τη γνώμη μου εκπομπή, και αν επανέρχομαι είναι κυρίως για να εκφράσω την απορία: ποιος φαεινός εγκέφαλος αποφάσισε την επανάληψη μιας παραγωγής που και δεν έφερε υψηλά νούμερα και κατά γενική ομολογία πρόκειται για ό,τι πιο σαχλό έχουμε δει τα τελευταία χρόνια; Ακούγομαι αυστηρός, στην πραγματικότητα όμως εξάντλησα την επιείκειά μου και τις αντοχές μου παρακολουθώντας τη σειρά με προσοχή και προσπαθώντας να ανακαλύψω πού ήταν το αστείο σε αυτή τη συρραφή αδέξια γραμμένων και ερμηνευμένων σκετς, πρωτόγονων αυτοσχεδιασμών, πιθηκισμών, παιδαριωδών μιμήσεων. Επληξα και εκνευρίστηκα.
Η stand-up comedy, γιατί αυτό (προσπαθούν να) κάνουν τα παιδιά τού «Κάψε το σενάριο», χρειάζεται ηθοποιούς-performers με ιδιαίτερες δεξιότητες: αμεσότητα, φαντασία, ταχύτητα στη σκέψη και στον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν, ευκολία – ευελιξία στην επικοινωνία και στον διάλογο, ταλέντο στην υποκριτική, τη μιμική, ενίοτε στο τραγούδι, το θάρρος (και το καλώς εννοούμενο θράσος) που θα τους επιτρέψει να απογειώσουν την παράστασή τους χωρίς αναστολές και κρατήματα, αλλά και το μέτρο που θα βοηθήσει ώστε να μη γίνουν γελοίοι.
Πόσα τέτοια «πολυεργαλεία» υπάρχουν στην Ελλάδα; Μπορώ να θυμηθώ τον Γιώργο Μαρίνο, τον Χάρρυ Κλυνν, τον Τζίμη Πανούση και τον Λάκη Λαζόπουλο, τέσσερις καλλιτέχνες καθένας εκ των οποίων υπηρέτησε το είδος με τον δικό του τρόπο γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άρεσαν όλοι σε όλους. Κοινό χαρακτηριστικό τους η οξύνοια με την οποία συνέλαβαν τον παλμό της εποχής τους (τον Μαρίνο βοήθησαν και τα εξαιρετικά κείμενα του Γιάννη Ξανθούλη) για να τον μεταμορφώσουν σε παρλάτες που διασκέδαζαν και προβλημάτιζαν.
Σε αντίθεση με τέτοιους καλλιτέχνες, που κατάφεραν να φτάσουν το μαχαίρι στο κόκαλο, τα παιδιά τού «Κάψε το σενάριο» μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, αναλώνονται σε φωνασκίες και μούτες, με τη σάτιρά τους να στερείται ουσίας, ψυχής και έμπνευσης. Είναι ακατάλληλα για το είδος; Φταίει η δύσκολη εποχή μας που μπλοκάρει ακόμη και τους πιο δημιουργικούς ανθρώπους; Μήπως η stand-up comedy είναι ένα είδος που δεν ταιριάζει στην τηλεόραση; Οποια και αν είναι η απάντηση, σημασία έχει το αποτέλεσμα: το (χαμηλό) 18,9% στις θεαματικότητες και το σχόλιο φίλου που αποφάνθηκε: «Αυτό δεν είναι «Κάψε το σενάριο», είναι «Σπάσε την τηλεόραση»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ