Αποφασίσατε για μένα το σκληρό
–αποκοπή και όριο –
αλλά όχι σε χρήμα
σε μοναξιά
Και τώρα αρχίζω
πάνω στην ώρα, εννέα ακριβώς
ψελλίζοντας
να γίνομαι οι δανειστές μου
Ο επόμενος παρακαλώ
εκ του ταμείου, μακριά
Το έλλειμμα τόσο κοντά
στους πεθαμένους
που ένας μεγάλος άγγελος τραβά

Αυτολεξεί η Κύπρος
ξυστά απ’ την καρδιά μου
Υ.Γ.: Υπογράφω αυτό το ανέκδοτο ποίημα με τον εμβόλιμο (σε πλάγια) στίχο του Γ. Σεφέρη από το ποίημά του «ΑΓΙΑΝΑΠΑ, Α’» της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’, αφιερωμένης «Στον Κόσμο της Κύπρου» με «Μνήμη και Αγάπη». Και φυσικά δεν φαντασιοκοπώ. Δεν έχω βάλει πλώρη για «Εθνικός Ποιητής», όπως ειρωνικά είχε χαρακτηρίσει τον Σεφέρη ο Γ. Κατσίμπαλης με την ευκαιρία των ποιημάτων του για την Κύπρο. Ομως και για μένα αφορμή υπήρξε ο «συνδυασμός προσωπικών και πολιτικών περιστάσεων» και το στοίχημα να εκφρασθώ εδώ όπου αρθρογραφώ με πολιτικό πρόσημο, «Με τον τρόπο του Γ.Σ.». Να αφήσω δηλαδή για πρώτη (αλλά όχι τελευταία) φορά να μιλήσει πολιτικά το ποίημα και όχι το ποιητικίζον ιδίωμα στη δημοσιογραφία. Ξέρω πως «η ποίηση που κάποτε φαίνονταν ξεπερασμένη, διατηρείται στη ζωή επειδή πέρασε και χάθηκε η στιγμή της πραγματοποίησής της», όπως ισχυρίζεται ο Αντόρνο. Αναγνωρίζω δηλαδή ότι με μια τέτοιου είδους παρέκβαση στην εφημερίδα είναι σαν να κάνω μια τρύπα στο νερό, γιατί η ποίηση «τίποτα δεν κάνει να συμβεί». Το ποίημα ωστόσο μου φαίνεται πιο κοντά από το άρθρο στην έννοια της «φυσικής δικαιοσύνης» που έκοφτε τον Σεφέρη.
Στον ποιητή, θείω δικαιώματι, επιτρέπεται να είναι μακριά από τα πράγματα. Και στο «ημερήσιο θέατρό του δεν απόμεινε παρά ένα δείγμα πράγματος». Τέτοιο δείγμα θεώρησα κι αυτό το ποίημά μου με τον ίδιο τίτλο (σε εισαγωγικά) που είχε δώσει κατ’ αρχάς ο Σεφέρης στη συλλογή των ποιημάτων του για την Κύπρο.
Στο μεταξύ η Κύπρος έχασε τον εαυτό της και τώρα καλείται να τον ξαναβρεί σε συνθήκες μιας άλλης κατοχής.
Την ημέρα της σύλληψης του Μακάριου, ο Σεφέρης γράφει μεταξύ άλλων στον Οσμπερτ Λάνκαστερ: «Κι αυτή η φρίκη, την οποία όπως καταλαβαίνεις την συμμερίζομαι κι εγώ μαζί σου, δεν μπορεί δυστυχώς παρά να αυξηθεί ως την τελευταία της κορύφωση (…). Πράγματι, έτσι είναι· με τη διαφορά ότι εμείς οι σύγχρονοι γνωρίζουμε ότι από τη στιγμή που πέφτει η αυλαία, όλοι μας, δίκαιοι μαζί και άδικοι, θα συμπεριληφθούμε στην αδιάκριτη καταστροφή».
Τώρα, πενήντα πέντε χρόνια μετά, ο τελευταίος στίχος του ποιήματος του Σεφέρη «Σαλαμίνα της Κύπρος» αναφωνεί: «Νήσος τις έστι».
Διότι το νησί, παρά τους ρώσους ολιγάρχες, και τους μονάρχες πολιτικούς, είναι (έστι).
Η ιστορία της Κύπρου δεν «είναι γεμάτη από άστοχες και άκαιρες επιλογές», εμπαθή κύριε Καλύβα. Η Κύπρος «δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν». Αυτόν τον στίχο, γεμάτο συμπάθεια για το νησί κάποιου που υπήρξε ποιητής και διπλωμάτης, αλλά και κάποιου άλλου που τον προσυπογράφει εδώ, ενστερνίζομαι στο όριο της κόπωσης, αναγνωρίζοντας ότι ο δεύτερος δεν μπορεί να γράψει τίποτα το αξιόλογο, διότι δεν μπορεί να αποσιωπήσει μέσα του την επιθυμία να αξιολογεί, να εκτίθεται και να καταλαβαίνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ