Η πολιτική παίζει συχνά με το ψέμα. Ένα σύνηθες ψέμα, βάσει του οποίου διεξάγονται συζητήσεις σε διεθνές επίπεδο, είναι ότι δεν υπάρχει μουσουλμανικό τέμενος στην Αθήνα. Πάνε κι έρχονται οι αρχηγοί στην Ανατολή και όλο το υπόσχονται, όλο το διαπραγματεύονται. Να χτιστεί τζαμί στην Αθήνα. Να χτιστεί επειδή δεν υπάρχει. Στα τελευταία σχέδια μπήκε το τζαμί χωρητικότητας 350 ατόμων χωρίς μιναρέ: κρίθηκε ότι ο μιναρές δεν ταιριάζει με τον περιβάλλοντα χώρο.
Είναι ψέμα ότι δεν υπάρχει χώρος προσευχής για τους μουσουλμάνους καθώς λειτουργούν τζαμιά παντού στην Αττική. Οι πολιτικοί δεν λένε ότι έχουν καταγραφεί δεκάδες χώροι λατρείας. Εχουν καταγραφεί από δημοσιογράφους οι οποίοι κατά καιρούς δημοσιεύουν καταλόγους με διευθύνσεις, τετραγωνικά μέτρα και προσδιορισμό της εθνικής κοινότητας που συντηρεί κάθε τζαμί. Το κράτος δεν έχει προχωρήσει σε ανάλογη καταγραφή_ κάτι που θα έπρεπε να έχει γίνει από το υπουργείο Παιδείας ή από το υπουργείο Εξωτερικών.
Εδώ ίσως διατυπωθεί ένσταση: δεν υπάρχει επίσημο τζαμί. Αυτά τα πενήντα που μετριούνται είναι ανεπίσημα. Η πολιτεία λοιπόν κάνει ότι δεν τα βλέπει. Όπως επί δυο δεκαετίες έκανε ότι δεν έβλεπε τα πλήθη μουσουλμάνων που εισέρχονταν στη χώρα. Η πολιτική λοιπόν χαράσσεται βάσει αυτού που θα ήθελαν οι κυβερνώντες και όχι βάσει των δεδομένων. Για όποιον ανοίξει το στόμα του υπάρχει. Του κρεμούν αμέσως το ταμπελάκι του ρατσιστή και του μισαλλόδοξου.
Η Ελλάδα λοιπόν βρίσκεται στην ίδια θέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία έχουν λειτουργήσει περισσότερα από 2.000 νέα τζαμιά την τελευταία δεκαετία. Στη Μεγάλη Βρετανία τα τελευταία 30 χρόνια, ο μουσουλμανικός πληθυσμός αυξήθηκε από 82.000 σε 2.500.000. Παντού οι στατιστικές συνηγορούν στο ίδιο δεδομένο, ότι αλλάζει η σύνθεση του πληθυσμού. Η Ευρώπη αλλάζει δεδομένου ότι οι νεοεισερχόμενοι δεν έχουν καμία διάθεση αφομοίωσης. Τουναντίον επιχειρούν να επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες.
Παραδείγματα επί τροχάδην:
Μουσουλμάνες καλύπτουν εντελώς το πρόσωπό και θεωρούν ότι δείχνοντας μόνο τα μάτια μπορούν να συναλλάσσονται με φορείς του δημοσίου. Ο δυτικός πολιτισμός έχει επιλέξει να δείχνουν όλοι τα χαρακτηριστικά τους και να βεβαιώνουν την ταυτότητά τους με τη βοήθεια φωτογραφίας.
Ορισμένοι μουσουλμάνοι στη Γαλλία απαιτούν να εργάζονται την Κυριακή και να έχουν ως μέρα αργίας την Παρασκευή, επειδή αυτή ορίζεται από την πίστη τους. Το απαιτούν εντός ανεξίθρησκου κράτους το οποίο εντούτοις διαπνέεται από χριστιανική κουλτούρα. Μέρα αργίας είναι η Κυριακή.
Αλλοι μουσουλμάνοι, γονείς παιδιών που σιτίζονται στο δημόσιο σχολείο, απαιτούν να αλλάξει το μενού. Δηλαδή το γαλλικό κράτος να μην σερβίρει καθόλου χοιρινό στους Γάλλους μαθητές.
Πίσω από το τζαμί του Βοτανικού και από τα κρυφά τζαμιά της πόλης κρύβεται ένας πόλεμος, ο οποίος δεν γίνεται αντιληπτός επειδή είναι αναίμακτος. Οι μουσουλμάνοι που εποικούν την Ευρώπη γίνονται αποδεκτοί με τους όρους ανοχής, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς που διαπνέουν τον δυτικό πολιτισμό. Πλην όμως εκείνοι δεν θέλουν να αφομοιωθούν. Επιθυμούν να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που τους καθιστούν ως αυθύπαρκτες θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες. Θέλουν τα καλά της συνύπαρξης χωρίς να συνυπάρχουν. Είναι ξεκάθαρο ότι γίνεται μια εισβολή που στηριγμένη στην ανεκτικότητα απειλεί την ανεκτικότητα.
Ένα ακόμη εύγλωττο παράδειγμα σύγκρουσης σε επίπεδο γειτονιάς. Στο Παρίσι, όπως σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Γαλλίας, γίνεται κατάληψη των δρόμων προκειμένου να προσευχηθούν οι μουσουλμάνοι. Σταματούν την κυκλοφορία των οχημάτων (χωρίς να έχουν άδεια) απλώνουν τα χαλάκια μπροστά στα σπίτια και δεν επιτρέπουν στους περαστικούς να κάνουν όσα μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει στο δρόμο. Περνούσε λοιπόν ένας Γάλλος και κρατούσε τσιγάρο. Δεν του επέτρεψαν τη διέλευση επειδή κάπνιζε σε δημόσιο, ανοιχτό χώρο. «Εδώ τώρα προσευχόμαστε».
Βίντεο για την κατάσταση στους παρισινούς δρόμους.
Κρίνοντας από την διεθνή εμπειρία ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, πολιτικός και συγγραφέας του βιβλίου «Ο ισλαμικός φανατισμός και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα» σημειώνει:
«Θα υπάρξουν κοινωνίες μέσα στις κοινωνίες. Δεν πρόκειται οι ασιάτες και ιδιαίτερα οι μουσουλμάνοι να γίνουν εδώ έλληνες. Αλλά θα αναπτύξουν δικούς τους κοινωνικούς πυρήνες με εσωτερικούς κανόνες, αξίες κι αρχές. Πιθανότατα πολύ γρήγορα οι κανόνες αυτοί θα έρθουν σε σύγκρουση με το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας υποδοχής, Κι’ αναγκαστικά τότε θα υποχωρήσει η κοινωνία που τους είχε αρχικά φιλοξενήσει. Διότι θα είναι πολίτες, θα ασκούν εκλογική επιρροή, θα κινούνται από την δύναμη μεγαλύτερης πίστης και φανατισμού και θα απαιτούν – με επίκληση πατροπαράδοτων κανόνων της κοινωνίας φιλοξενίας – σεβασμό της εθνικής και της θρησκευτικής τους ιδιαιτερότητας».