Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι υποψήφιοι στις σχολές της Θεολογίας, της Φιλοσοφικής, της Παντείου, της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας μελετούσαν Γενική Ιστορία με στόχο την επιτυχή απάντηση σε «δύσκολες» ερωτήσεις κρίσεως. Μία «κλασσική» ερώτηση κρίσεως ήταν η ακόλουθη: Ποιός ωφέλησε περισσότερο την Αθήνα, ο Αριστείδης ή ο Θεμιστοκλής; Σύμφωνα λοιπόν με τα καλούμερα «λυσάρια», η «ορθή» απάντηση συνίστατο στα ακόλουθα: Ο Αριστείδης ναι μεν διέθετε ηθική υπεροχή (ήταν δίκαιος, έντιμος και αγνός), όμως τα σχέδια του έναντι των Περσών ήταν επικίνδυνα και αδήλου αποτελέσματος. Από την άλλη πλευρά, τα σχέδια του διορατικού και φιλόδοξου Θεμιστοκλή ήταν μεγαλειώδη και στην πράξη σωτήρια (π.χ. Ναυμαχία της Σαλαμίνας) κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Θεμιστοκλής όχι μόνο ωφέλησε την Αθήνα περισσότερο από τον Αριστείδη αλλά, επιπλέον, έσωσε την Ελλάδα και τον πολιτισμό της από την Περσική λαίλαπα.
Οι σημερινοί υποψήφιοι στις Οικονομικές Σχολές θα μπορούσαν κάλλιστα να κληθούν να απαντήσουν στο ακόλουθο ερώτημα κρίσεως: Τι ωφελεί περισσότερο την Ελλάδα, παραμονή στο Μνημόνιο ή έξοδος από αυτό; Δυστυχώς, κανένα «λυσάρι» δεν μπορεί να προσφέρει αντικειμενικώς «ορθή» απάντηση. Οι επικριτές του Μνημονίου σημειώνουν ότι εκ της εφαρμογής του Μνημονίου, η Ελλάδα έχει καταγράψει ύφεση 3,5% το 2010, 6,9% το 2011, 6,4% το 2012 την ίδια στιγμή κατά την οποία η ανεργία βρίσκεται στο 27%. Οι υπέρμαχοι του Μνημονίου απαντούν ότι επι σειρά ετών, ζούσαμε υπεράνω των οικονομικών μας δυνατοτήτων με αποτέλεσμα το χρέος να ξεπεράσει το 170% του ΑΕΠ. Καθώς λοιπόν το κόστος δανεισμού κατέληξε απαγορευτικό για την χρηματοδότηση των «κακώς κειμένων» της οικονομίας, η υπαγωγή στο Μνημόνιο αποτελεί, σύμφωνα με τους Μνημονιακούς, το μη χείρον βέλτιστον σενάριο.
Τι σημαίνουν σε επίπεδο ιστορικής αναγωγής τα παραπάνω; Εάν ακολουθούσαμε στον οικονομικό μας βίο, την εντιμότητα του Αριστείδη δεν θα υπήρχε κανένας λόγος «επιβολής» Μνημονίου. Με αυτό το σκεπτικό, ο διορατικότητα του Μνημονίου έγκειται στην βελτίωση των «κακών κειμένων» και στην εν τέλει (σωτήρια) παραμονή στην Ευρωζώνη. Ενώ όμως ο Θεμιστοκλής επέτυχε τη σωτηρία της Ελλάδας από την Περσική λαίλαπα, η «λογιστική» εφαρμογή του Μνημονίου οδηγεί σε περαιτέρω ύφεση και ανεργία. Το Μνημόνιο λοιπόν καλείται να καταστεί (περισσότερο) διορατικό επιτρέποντας, σε δημοσιονομικό επίπεδο, μείωση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ) σε επίπεδο μέσου όρου του ΟΟΣΑ (για το οποίο έχουμε γράψει κατ εξακολούθησην σε προηγούμενα κείμενα). Σε νομισματικό επίπεδο, διορατικότητα πρέπει επιτέλους να επιδείξουν και οι κυβερνώντες της Ευρωζώνης εάν βέβαια θέλουν τα (όποια) σχέδια τους να καταστούν μεγαλειώδη και στην πράξη σωτήρια (για το Ευρώ): Καθώς ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη κινείται στο 1,8% και οι προβλέψεις της ΕΚΤ κάνουν λόγο για πληθωρισμό εντός του 2% στόχου τουλάχιστον μέχρι το 2017, οι ηγέτες της Ευρωζώνης πρέπει να συμφωνήσουν σε επαναπροσδιορισμό του κύριου στόχου λειτουργίας της ΕΚΤ θέτοντας άμεσα ως διπλή προτεραιότητα (α) το χαμηλό πληθωρισμό και (β) ποσοστό ανεργίας το οποίο δεν θα υπερβαίνει, επι παραδείγματι, το 7,7% (ήτοι το μέσο ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη τα τελευταία 40 έτη). Είναι άραγε παράλογη η σύνδεση της νομισματικής πολιτικής με το επίπεδο ανεργίας, όταν η ανεργία «φλερτάρει» με το 12% και ο πληθωρισμός είναι ήδη χαμηλός;
*O Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool