Η περίπτωση της Ελλάδας αποδεικνύεται μοναδική. Σωρευτικά από το 2008 και εντεύθεν η ύφεση τείνει προς το 25%. Δεν υπάρχει άλλο ιστορικό προηγούμενο. Ακόμη και στη μεγάλη ύφεση του 1929 η αμερικανική οικονομία είχε μικρότερες απώλειες από αυτές που καταγράφει τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία.
Ευλόγως, λοιπόν, διερωτάται κανείς γιατί οι συνέπειες είναι τόσο βαριές εδώ.
Η απάντηση είναι απλή. Η ελληνική οικονομία δυστυχώς στις τελευταίες δύο δεκαετίες δομήθηκε σε υπερκαταναλωτική βάση. Το 75% του ΑΕΠ προερχόταν και συνεχίζει να προέρχεται από την ιδιωτική κατανάλωση.
Η μείωση των μισθών και η μεγάλη αύξηση των φόρων αφαίρεσαν εισόδημα από τη μεγάλη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Αυτοί με τη σειρά τους περιόρισαν δραστικά την κατανάλωση προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις νέες συνθήκες.
Ο τζίρος των καταστημάτων και των εμπορικών αλυσίδων έπεσε, οι τράπεζες, νεκρωμένες χωρίς πόρους, δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν χρηματοδότηση και έτσι το κόστος μεταφέρθηκε στους εργαζομένους και στους προμηθευτές, οι οποίοι «φέσωσαν» τους παραγωγούς και αυτοί, φορτωμένοι βάρη, απέλυσαν εργαζομένους ή περιόρισαν τις δαπάνες τους περιορίζοντας το εισόδημα άλλων κ.ο.κ.
Με αυτόν τον τρόπο η αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς παρέσυρε πλήθος κλάδων του εμπορίου, της εστίασης, της διασκέδασης, της επικοινωνίας, του τουρισμού και δευτερογενώς της βιομηχανικής παραγωγής, των κατασκευών, των πάντων.
Σταδιακά διαμορφώθηκε μια σπειροειδής κίνηση βύθισης της οικονομίας η οποία δείχνει ανεξάντλητη ή, καλύτερα, δεν φαίνεται τίποτε στον ορίζοντα ικανό να ανακόψει την καθοδική τροχιά της.
Με αποτέλεσμα η οικονομική δραστηριότητα να υποχωρεί συνεχώς, οι υποχρεώσεις να μένουν απλήρωτες και τα οφειλόμενα στο κράτος, στη ΔΕΗ, στις τράπεζες να αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς και να διαμορφώνουν συνθήκες νέας διόγκωσης των δημοσίων ελλειμμάτων.
Η οικονομία αυτή τη φορά κινδυνεύει να «σκάσει» εντός από μια ιδιότυπη εσωτερική στάση πληρωμών παρασύροντας τους πάντες και τα πάντα. Ο κίνδυνος κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης είναι φανερός πια.
Ο υπουργός Οικονομικών, όταν ερωτάται γι’ αυτό το σπιράλ βύθισης, συνιστά υπομονή. Ο ίδιος επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν κίνδυνοι αλλά αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στις εμφανισθείσες δειλές τάσεις αύξησης της απασχόλησης, στην αύξηση των εξαγωγών και στα σημάδια ανάκαμψης του τουρισμού. Και βεβαίως σημειώνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αναστολών και αναβολών γιατί κάθε τέτοια επιλογή απαιτεί χρήματα, τα οποία κανείς δεν είναι διατεθειμένος να προσφέρει.
Οπότε, από την πλευρά της πολιτικής, δεν προβλέπεται μεταβολή παρά μόνο ελπίδα να «γυρίσει» η κατάσταση.
Γυρίζει λοιπόν ή δεν γυρίζει, όπως διερωτάται στη διαφήμιση του στοιχήματος ο Ζουγανέλης.
Αν όμως εναποθέσουμε την τύχη της χώρας στις πιθανότητες του τζόγου, τότε μάλλον θα πέσουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ