Ημέρα ποίησης χτες, και καθένας, εκών άκων, πρόσφερε τον ποιητικό οβολό του. Προσωπικά τον μοιράστηκα μεσημεριάτικα με τον Βασίλη Κάλφα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπακούοντας στο εντεταλμένο θέμα, όχι όμως χωρίς επιφυλάξεις. Που τις υπαγορεύουν έτσι κι αλλιώς οι δύο θεματικές λέξεις «ποίηση και πραγματικότητα», οι οποίες εμφανίζονται εδώ ζευγαρωμένες, χωρίς να αποκλείεται η υπόνοια πως η συμβίωσή τους δεν είναι (και δεν ήταν πάντα) τόσο ομαλή, φτάνοντας κάποτε στο, προσωρινό έστω, διαζύγιο. Υπόθεση που ευνοεί πιο υποψιασμένο ψάξιμο, αρχίζοντας από την επίσκεψη των ονομάτων, καταπώς έλεγαν οι παλαιοί.
Ενδιαφέρει καταρχήν η ιθαγένεια και η ηλικία των δύο όρων. Δικός μας ο πρώτος, άργησε σχετικώς να καθιερωθεί. Εγκαινιάζει τη λογοτεχνική του σημασία (αν πιστέψουμε στα λεξικά) στον Φερεκράτη, στον Ηρόδοτο και επισημότερα στον Πλάτωνα, δηλώνοντας τη σύνθεση ποιημάτων σε διαδοχικές ή παράλληλες μορφές: έπους, διθυράμβου αλλά και δράματος. Αντίθετα ο δεύτερος όρος βγαίνει νεότερος και μεταφρασμένος (μάλλον από τα γαλλικά), με σημασιολογικό περιεχόμενο ρευστό, παραπέμποντας σε πολλαπλές αναφορές και διακυμάνσεις. Εδώ ενδιαφέρει κυρίως η χρήση του, όταν και όπου αντικρίζεται με την ποίηση, οπότε το πράγμα δυσκολεύει.
Γιατί ζορίζεται στην προκειμένη περίπτωση η πραγματικότητα να αποκαλύψει τις εναλλακτικές της όψεις, με κίνδυνο ακόμη και να διαμελιστεί. Ομολογώντας αν πρόκειται για φυσική, αφύσικη ή μεταφυσική κατηγορία, οργανική ή ανόργανη, συλλογική ή προσωπική, κοινωνική ή οικονομική, εφόσον πράγματι θέλει να ανοίξει κάποιον διάλογο με την ποίηση.
Απαιτώντας σε αντάλλαγμα και από εκείνην ανάλογη συμπεριφορά, με το επιχείρημα ότι και αυτή διαθέτει πολλαπλά πρόσωπα και προσωπεία. Το παίζει άλλοτε αυτόνομη κι άλλοτε ετερόνομη: με την εμπνέουσα Μούσα πάνω από το κεφάλι της, ή ανεξάρτητη και αυτάρκης, όταν αμφισβητούν το κύρος της. Οφείλει εξάλλου να ξεκαθαρίσει και τον λογικό της τύπο: είναι περιληπτική και περιέχουσα έννοια (περιέχοντας τον ποιητή, το ποίημα και τον αναγνώστη); ή περιέχεται από τους τρεις αυτούς συντελεστές της, για να μη μείνει η ίδια αδειανό πουκάμισο;
Πρόχειρο και νευρικό συμπέρασμα: με τα ουσιαστικά τους μόνον η ποίηση και η πραγματικότητα δεν τα βγάζουν εύκολα, αφήνοντας περιθώριο ακόμη και για αντιφατικές εκδοχές της αμοιβαίας σχέσης τους. Η οποία κυμαίνεται συνήθως μεταξύ περιστατικής συμφωνίας και διαφωνίας, συμπάθειας και αντιπάθειας. Χωρίς να αποκλείεται ακόμη και η σύμμειξη των δύο συμβαλλόμενων όρων της, μιλώντας πια για την πραγματικότητα της ποίησης ή για την ποίηση της πραγματικότητας.
Εκτός και αν πρέπει να παραμερίσουμε προσώρας τα δύο ουσιαστικά, προσφεύγοντας στα ριζικά τους ρήματα, που έχουν λίγο-πολύ την ίδια ηλικία και την ίδια ιθαγένεια, εφόσον είναι και τα δύο ομηρικά: εννοούνται τα ρήματα ποιέω – ποιώ και πρήσσω –πράσσω – πράττω. Για το ποιώ μίλησα κι άλλοτε στη μονότονη αυτή στήλη, επιμένοντας στην κατασκευαστική του κυρίως σημασία, που το εξισώνει σημασιαλογικά με το τεύχω, υπό τον όρο ότι η κατασκευή ελέγχεται ωφέλιμη και συνάμα έντεχνη. Από την άποψη αυτή ο πιο αυθεντικός κατασκευαστής – ποιητής των ομηρικών επών είναι ο Ηφαιστος: χωλός θεός στα πόδια, αλλά τα χέρια του πιάνουν, και με το παραπάνω.
Αυτός χτίζει και κοσμεί τα μέγαρα των ολυμπίων θεών στην Ιλιάδα. Αυτός στήνει χρυσά αγάλματα δίδυμων σκύλων στα πρόθυρα του μεγάρου του Αλκινόου στην Οδύσσεια. Το κατασκευαστικό-ποιητικό φόρτε του όμως αποκαλύπτεται στη δέκατη όγδοη ιλιαδική ραψωδία, όπου κατασκευάζει και κοσμεί (ποιεί και τεύχει) τα όπλα του Αχιλλέα, με κορυφαίο κατόρθωμα τη διάσημη ασπίδα. Πλαισιωμένη από τον περίγυρο Ωκεανό, τη γη, τη θάλασσα, τον ήλιο, τη σελήνη και τους επώνυμους αστερισμούς, φιλοξενεί ανάγλυφο όλον τον ιλιαδικό κόσμο. Και μάλιστα με τόση και τέτοια τέχνη, ώστε τα είδωλά του μοιάζουν πραγματικά, ενώ δεν είναι.
Ετσι περνάμε ομαλά στο άλλο σύζυγο ρήμα, που εκπροσωπεί την πραγματικότητα: στο πράσσω και στην παράγωγή του πράξη (πρήξιν στο Ομηρο). Πράττω εδώ πάει να πει: φέρνω σε πέρας κάποιο έργο, συντελώ μια πράξη, που μπορεί να διαρκεί ή και να επαναλαμβάνεται. Το «πράττω» με άλλα λόγια είναι η μήτρα των ομηρικών πράξεων και πραγμάτων. Αυτά έχει στον νου του ο χωλός ποιητής, κατορθώνοντας να τα παραστήσει εκφραστικότερα από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Βρισκόμαστε ήδη κοντά στην μίμησιν του Αριστοτέλη, όπου ακουμπά η ποίηση της τραγωδίας, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της πλατωνικής οντολογίας και γνωσιολογίας. Βαθιά νερά δηλαδή, που απαγορεύουν τις αστόχαστες βουτιές. Υπάρχει ωστόσο κάποια συνέχεια, έστω και στα ρηχά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ