Σε λίγες μέρες κλείνει η πενταετία που είναι απαραίτητη για μια νέα αναθεώρηση του Συντάγματος και η σχετική συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει, με επίκεντρο τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο πολιτικό σύστημα. Θέλοντας να συμβάλουμε σε αυτή τη συζήτηση, αποφασίσαμε να επεξεργασθούμε, υπό το πρίσμα μιας συνθετικής -επιστημονικής και πολιτικής –θεώρησης, ορισμένες ρηξικέλευθες προτάσεις συνταγματικής πολιτικής, που θεωρούμε ότι θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν, ουσιαστικά και συμβολικά, τη φυγή προς τα μπρος, που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος σε αυτή την τόσο κρίσιμη περίοδο.
Ανισορροπίες του συστήματος
Η πρώτη πρόταση που νομίζουμε ότι θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να ξεκολλήσουμε από το τέλμα στο οποίο οδηγήθηκε ο μεταπολιτευτικός κοινοβουλευτισμός είναι η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των δύο πόλων της εκτελεστικής λειτουργίας, που διαταράχθηκε με την αναθεώρηση του 1986, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε πλήρη αποδυνάμωση του Προέδρου της Δημοκρατίας και σε υπέρμετρη ενίσχυση του Πρωθυπουργού. Είναι γνωστό ότι έκτοτε κυριάρχησε, με την επίκληση ενός δήθεν «γνήσιου» κοινοβουλευτικού συστήματος, ένα ετεροβαρές και άκρως προβληματικό πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο, χωρίς αντίβαρα, ελέγχους και ισορροπίες, με κύρια χαρακτηριστικά την πολιτική υποβάθμιση της Βουλής και τη σχεδόν ολοκληρωτική θεσμική κατάρρευση της χώρας. Ζούμε μια διαρκή και συνολική παρεκτροπή του κοινοβουλευτισμού, η οποία δυστυχώς έχει τόσο πολύ ταυτισθεί με την πορεία του τόπου προς την καταστροφή ώστε να μην είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί με ημίμετρα και εμβαλωματικές λύσεις. Απαιτείται, αντίθετα, μια θαρραλέα και ριζοσπαστική αντιπαράθεση με όλες τις παθογένειες του ισχύοντος κοινοβουλευτικού κακεκτύπου, με όλες τις κακοήθεις στρεβλώσεις των θεσμών πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το σημερινό, κλυδωνιζόμενο συθέμελα, οικοδόμημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Ενίσχυση του Προέδρου της Δημοκρατίας
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, προς την κατεύθυνση αυτή, η καθιέρωση ενός προεδρικού συστήματος, όπως αυτό που ισχύει στις ΗΠΑ ή στην Κύπρο. Ωστόσο, απέναντι σε μια τέτοια προοπτική ανακύπτουν δύο σημαντικά προβλήματα. Το πρώτο, που είναι και ανυπέρβλητο, είναι η συνταγματική απαγόρευση της αλλαγής της μορφής του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (άρθρα 1 και 110 Σ). Το δεύτερο αφορά την ουσία μιας τέτοιας πρότασης. Το προεδρικό σύστημα είναι εντελώς έξω από τη δημοκρατική και κοινοβουλευτική μας παράδοση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί «τομή μέσα στη συνέχεια», δηλαδή δεν πληροί τη σημαντικότερη κατά την άποψή μας προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση κάθε σοβαρής μεταρρύθμισης. Ως εκ τούτου η λύση πρέπει να αναζητηθεί, τόσο από συνταγματική όσο και από πολιτική άποψη, μέσα στο πλαίσιο της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, πλην εξαντλώντας όλα τα όριά του. Αυτό πρακτικά θα μπορούσε να σημαίνει τα εξής:
–Επαναφορά σχεδόν του συνόλου των αρμοδιοτήτων που διέθετε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με το Σύνταγμα του 1975 (με κάποιες ενδεχομένως εξαιρέσεις ή αλλαγές που θα μπορούσαν να συζητηθούν αν και όταν φθάσει η ώρα, αλλά και με κάποιες προσθήκες, όπως ενδεικτικά η επιλογή της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων και των Ανεξάρτητων Αρχών, έπειτα από πρόταση πολλαπλάσιου αριθμού υποψηφίων από την παρακάτω προτεινόμενη Γερουσία).
–Εκλογή του Προέδρου από τον λαό, με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία και με απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων (άρα και με δεύτερο γύρο, αν χρειασθεί). Η εκλογή αυτή θα γίνεται κάθε πέντε χρόνια, ένα μήνα πριν από τις βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα γίνονται επίσης κάθε πέντε χρόνια.
Μια τέτοια αναδιάταξη του πολιτεύματος δεν θέτει κατά την άποψή μας κανένα συνταγματικό πρόβλημα, ούτε ως προς την επαναφορά των αρχικών αρμοδιοτήτων, δεδομένου ότι ο ίδιος ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975 θεώρησε θεμιτή μια τέτοια εκδοχή προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά ούτε και ως προς την άμεση εκλογή, καθώς αυτή ισχύει σε πολλές χώρες με αυτό το πολίτευμα, όπως ενδεικτικά στην Πορτογαλία, την Αυστρία και τη Φινλανδία.
Καθιέρωση Γερουσίας
Περαιτέρω, η θεσμική ενίσχυση του Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορούσε να συνδυασθεί με την καθιέρωση Γερουσίας, με 50 αιρετά από τον λαό μέλη (και αντίστοιχη μείωση των μελών της Βουλής στα 250) και με αρμοδιότητες αφενός μεν νομοθετικές και ελεγκτικές, αφετέρου δε εγγυητικές και μετριαστικές. Μια τέτοια καθιέρωση, η οποία βεβαίως είναι επίσης συμβατή με την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία (όπως δείχνει το παράδειγμα πολλών ισχυόντων Συνταγμάτων αλλά και του δικού μας Συντάγματος του 1927), κρίνουμε ότι θα προσθέσει πολιτική ωριμότητα και θεσμικό βάθος στη νομοθετική λειτουργία ενώ παράλληλα θα αποτελέσει ένα επιπλέον στοιχείο ισορροπίας στη λειτουργία των πολιτικών μας θεσμών.
Αποτελεσματικότητα των θεσμών
Στο σημείο αυτό είναι κρίσιμο να διευκρινίσουμε ότι η πρότασή μας σε καμία περίπτωση δεν εκκινεί από τη λογική ενός Προέδρου που πρέπει να λειτουργεί πατερναλιστικά, κηδεμονεύοντας τις τυχόν αντίθετες πολιτικά κυβερνήσεις. Αντίθετα προσβλέπουμε σε έναν ισχυρό και διακριτό πόλο της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος θα έχει τη συνταγματική αλλά και τη δημοκρατική νομιμοποίηση να υπερβαίνει, όταν χρειάζεται, τις συνήθεις ρυθμιστικές και εγγυητικές του λειτουργίες και να αναλαμβάνει, σε συνεργασία και με την προτεινόμενη γερουσία, κομβικές για την ισορροπία του πολιτικού συστήματος θεσμικές πρωτοβουλίες. Αυτό σημαίνει, ειδικότερα, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έχει συνταγματικά και πολιτικά την εξουσία να διασφαλίζει, με τρόπο θεσμικά πρόσφορο και αποτελεσματικό, την απεμπλοκή από κρίσιμες καταστάσεις, στις οποίες μπορεί να οδηγηθεί η χώρα λόγω παρατεταμένων πολιτικών αγκυλώσεων, ή και βραχυκυκλώσεων, στις σχέσεις Βουλής και κυβέρνησης. Το βασικό ζητούμενο λοιπόν από μια τέτοια αρχιτεκτονική του πολιτεύματος είναι η αναγκαία επανασύνδεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με την πολιτική σταθερότητα και αποτελεσματικότητα, που απαιτεί νέες θεσμικές ιεραρχίες, με ισχυρή αναβάθμιση του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και νέες θεσμικές χωρητικότητες, με ανακατανομή ρόλων και δυνατοτήτων στο πλαίσιο της νομοθετικής λειτουργίας.Προς την κατεύθυνση αυτή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαθέτει, πέρα από την παραδεδομένη –προτρεπτική ή αποτρεπτική –άτυπη λειτουργία του, σημαντικά όπλα από τη συνταγματική φαρέτρα του 1975. Σε αυτά θα ήταν χρήσιμο κατά την άποψή μας να προστεθεί η δυνατότητα να παραπέμπει κατά την κρίση του ψηφισμένα νομοσχέδια στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), προκειμένου αυτό να ασκεί προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητάς τους, μετεξελισσόμενο έτσι, ενδεχομένως και με την ανάληψη ορισμένων πρόσθετων σχετικών αρμοδιοτήτων, σε οιονεί Συνταγματικό Δικαστήριο.
Νέο εκλογικό σύστημα
Με μια τέτοια νέα συνταγματική διαρρύθμιση είναι προφανές ότι το πολιτικό τοπίο αναδιατάσσεται, η πολιτική ζωή αναπροσανατολίζεται, οι πολιτικοί συσχετισμοί αναδιαμορφώνονται. Αναπόφευκτα δε και τα κόμματα αντιστοιχούνται, με όλους τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, στη νέα θεσμική πραγματικότητα, η οποία επιτρέπει τον συνδυασμό πλειοψηφικών στοιχείων (στην εκλογή Προέδρου) με συναινετικά (στην εκλογή των βουλευτών). Ως εκ τούτου το πολιτικό σύστημα θα μπορούσε πλέον να κινηθεί ευχερέστερα προς την κατεύθυνση της καθιέρωσης της απλής αναλογικής, με την πρόβλεψη έστω κάποιων ασφαλιστικών δικλίδων κυβερνησιμότητας, που θα μπορούσαν να συνοψισθούν στη διατήρηση ενός bonus 30-40 εδρών αν ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός κομμάτων είναι σχετικά κοντά στην αυτοδυναμία (π.χ. πάνω από 44%) και ταυτόχρονα απέχει τουλάχιστον 1-2 ποσοστιαίες μονάδες από το(ν) δεύτερο. Το νέο δε αυτό εκλογικό σύστημα επιβάλλεται να συνδυασθεί με την κατάργηση, επιτέλους, του σταυρού προτίμησης, που αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο βαθιά ρίζα της πελατειακής συναλλαγής.
Αποτροπή ενδιάμεσων εκλογών
Σημαντική τομή ως προς τη γνησιότητα των εκλογών θεωρούμε και την αποτροπή καταχρηστικών διαλύσεων της Βουλής, με την καθιέρωση δήλης ημερομηνίας ως προς τη διεξαγωγή τους, ακόμη και αν μεσολαβήσουν, για οποιονδήποτε λόγο, ενδιάμεσες εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση ενδιάμεσων εκλογών η βουλευτική περίοδος θα διαρκεί μόνο όσο είναι το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα ως την ως άνω καθορισμένη ημερομηνία των εκλογών (κατά το σουηδικό πρότυπο).
Αν σε όλες αυτές τις αλλαγές προστεθεί αφενός μεν η πλήρης κατάργηση των πάσης φύσεως πολιτικοθεσμικών «προνομίων» (ποινική ευθύνη υπουργών, ασυλίες, κτλ.), ώστε να χτυπηθεί στον πυρήνα της η λογική του καθεστωτισμού, αφετέρου δε η εκ βάθρων τροποποίηση του συστήματος χρηματοδότησης κομμάτων και υποψηφίων, ώστε να αναγκασθούν τα κόμματα να εισαγάγουν διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες, έχουμε το περίγραμμα μιας ριζικής και συνολικής συνταγματικής τομής, η οποία κατά την άποψή μας μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το νέο σημείο εκκίνησης για την πολιτική και οικονομική ανάταξη του τόπου.
* Το άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του αείμνηστου προέδρου του Αρείου Πάγου Στέφανου Ματθία.
Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι πρώην υπουργός. Ο κ. Γιώργος Σωτηρέλης εείναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ