Ο επαρκής αναγνώστης, που θα επιμείνει στο δυσανάγνωστο κείμενο του Ντεριντά, θα αντιληφθεί την επικαιρότητά του, παρ’ ότι γράφτηκε το 1983 για το περιοδικό «La Quinzaine littéraire». Επιπλέον, θα συγκρίνει την εμβέλειά του με τις μπουρμπουλήθρες των ημερών. Τώρα, ως προς το αυτονόητο «τι να κάνουμε με την κρίση;» ο Ντεριντά υποστηρίζει πως εξαρτάται και από έναν άλλο, αγνοημένο παράγοντα: πώς εισάγουμε τα στοιχεία της κρίσης (φτώχεια, απόγνωση, ταπείνωση) στην ίδια της τη γλώσσα. Και πώς την απαλλάσσουμε τόσο από τους συναισθηματικούς υπερπροσδιορισμούς της όσο και από το οικονομικό της άλλοθι. Διότι ένας από τους συγκροτητικούς παράγοντές της, εκτός από τη διακυβέρνηση και την οικονομία, είναι και το πώς μιλάμε γι’ αυτήν. Το χειρότερο: πώς μας μιλά πείθοντάς μας για το αναπόφευκτο.
« (…) Η «κρίση», αυτή εδώ, αναταράζει μέσα στην ενδεχομενικότητά της καθεμία από τις λέξεις: το όνομα, τον τόπο, τη μοναδικότητα, το «εμείς», το παρόν, το αυτό. Είμαστε χωρίς φωνή σε αυτό το σημείο, σε αυτή τη στιγμή, την οξύτερη του παροξυσμού, όπου αυτή εδώ η κρίση δεν θυμίζει καμιά άλλη προηγούμενη. Ετσι, τουλάχιστον, νομίζουμε ότι το αισθανόμαστε. Οι ερμηνείες δεν υπολείπονται, ούτε οι αναλογίες –έχουμε αρκετές, εύστοχες αλλά ανεπαρκείς. Το κυριότερο, δεν γίνεται να συνδεθούν μεταξύ τους: δεν υπάρχει λόγος μοναδικός ή κυρίαρχος, σύστημα, ούτε διαδικασία διαιτησίας για να κριθεί η ενότητα ή η μοναδικότητα της εν λόγω κρίσης. Επομένως δεν υπάρχει φιλοσοφία της κρίσης, ούτε κρίση της φιλοσοφίας. Δεν θα υπήρχε έτσι πλέον «κόσμος», ακόμη λιγότερο «σημερινός κόσμος», του οποίου ο κοινός ορίζοντας θα επέτρεπε την οριοθέτηση μιας προσδιορίσιμης εμπειρίας και, ακολούθως, μιας ασφαλούς γνώσης (φιλοσοφικής, επιστημονικής, οικονομικο-πολιτικής). Η πρόβλεψη μιας τέτοιας ενότητας, η ίδια η γλώσσα της, μας φαίνεται απροσπέλαστη. Αυτό θα μας παρακινούσε να πούμε: δεν υπάρχει ίσως καν «κρίση του σημερινού κόσμου». Καθώς είναι με τη σειρά της σε κρίση, η έννοια της κρίσης θα αποτελούσε την υπογραφή του έσχατου συμπτώματος, τη σπασμωδική προσπάθεια διάσωσης ενός «κόσμου» που δεν κατοικούμε πλέον: δεν υπάρχει πλέον οίκος, οικονομία, οικολογία, κατοικήσιμος τόπος στον οποίο αισθανόμαστε «σπίτι μας». Ακόμη μια προσπάθεια, μας λέει η λέξη της κρίσης –λέξη που μας είναι πράγματι οικεία· ακόμη μια προσπάθεια να διασώσουμε τον λόγο ενός «κόσμου» που δεν μιλάμε πλέον ή που ακόμα τον μιλάμε, μερικές φορές με τρόπο ακόμα πιο φλύαρο, ωσάν σε αποικία εκπατρισμένων. (…)
Εξάλλου, σε όλο το ρεύμα της οικονομίας, η λεγόμενη παγκόσμια κρίση φανερώνει, ίσως, μια ισχυρή κίνηση απορρύθμισης του παγκόσμιου καπιταλισμού (…). Είτε πετύχουν, είτε όχι, η οικονομία αυτής της απορρύθμισης παρασύρει όλες τις κινήσεις ως έναν βαθμό, ακόμη και όσες μας επιτρέπουν να προαισθανθούμε μια άλλη λογική, ένα πέραν της οικονομικής κρίσης (…). Δεν μπορούμε άραγε να μεταθέσουμε σε όλα τα «πεδία» αυτόν τον παράδοξο υπολογισμό, αυτή την οικονομία των «οφελών της κρίσης»; Δευτερεύοντα οφέλη, αναμφίβολα, αλλά πάντα καλοδεχούμενα. Με το δάχτυλο στη σκανδάλη, να κάνουμε να ακουστεί κάτι άλλο, πολύ μακρινό ή υπερβολικά κοντινό, ταυτόχρονα πιο παλιό και πιο νέο από την κρίση, πιο τρομακτικό αλλά και πιο προκλητικό, για να μην πω πιο ενδιαφέρον».

(Αποσπάσματα από το πρόγραμμα επιστημονικού συνεδρίου με θέμα «Η πολιτική και ηθική σκέψη του Jacques Derrida» που διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος στις 24-26.01.2013.)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ