Συστήνοντας τις προάλλες το δέκατο τεύχος της ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ, που σημαδεύει τα πέντε γόνιμα χρόνια της έκδοσής της, επέμεινα σε τρία παραδειγματικά κείμενα μεταφρασμένης ποίησης, παραλείποντας, για λόγους οικονομίας, άλλα τέσσερα που ανήκουν στο ποιητικό κεφάλαιο του περιοδικού. Η δοκιμαστική πάντως (όχι εντελώς αυθαίρετη) αυτή επιλογή επιτρέπει ίσως σήμερα κάποια παράπλευρα σχόλια για την ανισόρροπη, κατά κανόνα, εκτίμηση πρωτότυπης ποίησης και μετάφρασης στο πλαίσιο τόσο της διαγλωσσικής όσο και της ενδογλωσσικής εφαρμογής, αντιπροτείνοντας το ενδεχόμενο ισοτιμίας των δύο όρων (υπό όρους βέβαια). Υπόθεση που μπορεί σε κάποιους να φανεί υπεροπτική και αυτάρεσκη. Αν μάλιστα η αυτονόητη λίγο πολύ έκφραση «μετάφραση της ποίησης» αντιστραφεί σε «ποίηση της μετάφρασης».
Για να αποφύγω τον λιθοβολισμό, επικαλούμαι αμέσως τη συμμαχία του Μπόρχες, στον οποίο εξάλλου αναφέρεται (με κάποια δόση, εύλογης μάλλον, ειρωνείας) και ο George Steiner σε μεταφρασμένο δοκίμιό του, δημοσιευμένο στο εορταστικό τεύχος της ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ, με τον προκλητικό τίτλο «Τίγρεις στον καθρέφτη» –το συστήνω εκθύμως. Η συμμαχία πάντως του Μπόρχες αντλείται στην προκειμένη περίπτωση από τον θηριώδη σε μόχθο και όγκο τόμο ΔΟΚΙΜΙΑ, η έγκυρη μετάφραση των οποίων οφείλεται στον ακαταπόνητο και αξιοζήλευτο Αχιλλέα Κυριακίδη (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2007).
Πρόκειται για σύντομο κείμενο, επακριβώς χρονολογημένο (1932) και ενσωματωμένο στη συλλογή ΣΥΖΗΤΗΣΗ, υπό τον τίτλο «Οι [αγγλικές] μεταφράσεις του Ομήρου» (σ. 86-91 στον οικείο τόμο). Συρράπτω εφεξής τρεις φράσεις που προφανώς με συμφέρουν: «Κανένα πρόβλημα δεν είναι τόσο σύμφυτο με τα γράμματα και το ταπεινό τους μυστήριο, όσο αυτό το οποίο θέτει μια μετάφραση/. Η μετάφραση είναι προορισμένη να διαφωτίζει τα ζητήματα αισθητικής./ Η προκατάληψη για την κατωτερότητα των μεταφράσεων –υποστηριγμένη και από το πασίγνωστο ιταλικό απόφθεγμα –πηγάζει από την αφηρημάδα.» Αυτά ο Μπόρχες.
Με τη δική του συμπαράσταση, ύστερα από πενήντα χρόνια μεταφραστικής αγωνίας, τολμώ να πω ότι ο λόγος της ποίησης (αρχαίας και νέας, ομόγλωσσης και αλλόγλωσσης) είναι εντέλει μεταφραστικός και μεταφράσιμος, με την ευρύτερη σημασία των δύο λέξεων. Αυτή η μεταφραστική και μεταφράσιμη φύση του τον διακρίνει, πιστεύω, από τον χρηστικό λόγο αλλά και από τον λόγο της επιστήμης.
Παράδειγμα το καλύτερο (όπως ομολογούσε ο ίδιος) ποίημα του Καβάφη, με τον αμετάφραστο τίτλο «Εν τω Μηνί Αθύρ» (1917). Οπου η γραφή (πλαστή), η ανάγνωση (φανταστική) και η μετάφραση (έμμεση και άμεση) συμβάλλονται σχεδόν ισότιμα, για να κατορθωθεί το, μόλις ενδεκάστιχο, ανεκτίμητο αυτό ποίημα. Πρόκειται για ταφική (υποτίθεται) ακρωτηριασμένη επιγραφή, που αποτυπώνεται με συμπληρώσεις και σήματα παλαιογραφικού τύπου, για να υπερασπιστεί το κύρος της. Κυρίως στα κρίσιμα εκείνα σημεία της, που υπονοούν την πράξη της μετάφρασης, την οποία ο ποιητής τη μοιράζεται εδώ με τον υποψιασμένο αναγνώστη του.
Λειτουργώντας ο ίδιος ως επίμονος αναγνώστης της εντάφιας αυτής επιγραφής, απογράφει πρώτα τη χριστιανική ταυτότητα του ενταφιασμένου νέου, τον μήνα της ταφής του και το όνομά του. Αποκρυπτογραφεί ύστερα (που θα πει: μεταφράζει) την αλφαβητική μνεία της ηλικίας του (Κάππα Ζήτα), συμπεραίνοντας πως ο Λεύκιος νέος εκοιμήθη, ενώ στα φθαρμένα γράμματα της ταφικής επιγραφής αναγνωρίζει την Αλεξανδρινή καταγωγή και αγωγή του (Αυτό[ν]… Αλεξανδρέα). Επιμένοντας, τέλος, στα ασυγκράτητα δάκρυα, στην οδύνην και στο πένθος των φίλων, τα ερμηνεύει ο ίδιος ως μεταφράσιμα σήματα της οριστικής του απόφασης: Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Τα υπόλοιπα τα εμπιστεύεται ο ποιητής στον υποψιασμένο αναγνώστη του και στη δική του μεταφραστική ετοιμότητα. Η οποία, αυτόματα σχεδόν, παραπέμπει στην ομογένεια του Λεύκιου με τον οψιμότερο Μύρη στο ομώνυμο ποίημα του 1929: Αλεξανδρινός και εκείνος, ιδανικός και ηδονικός καβαφικός νέος, όσο ζούσε, κηδεύεται τώρα ως πιστός χριστιανός, δοκιμάζοντας, με την επικήδεια αποξένωσή του, τα φιλέταιρα αισθήματα του επιστήθιου φίλου του.
Λοξοδρόμησα, για να υπερασπιστώ την «ποίηση της μετάφρασης», σε οριακές έστω περιπτώσεις, όταν και όπου η τιμή της ισοφαρίζει με τη «μετάφραση της ποίησης». Οπως συμβαίνει και με τα πέντε γερμανόφωνα «Pergamon poems» του Γκέρχαρτ Φάλκνερ, σε άρτια μετάφραση της Μαρίας Τοπάλη, ενσωματωμένα στα εξαιρετικής ποιότητας Cetera του δέκατου τεύχους. Υπόδειξη: άρτια μεταφρασμένες οι (ακριβοδίκαιες και γενναιόδωρες) «Σκέψεις πάνω στο έργο της Σιμόν Βέιλ» του Τ.Σ. Ελιοτ, και αποκαλυπτικό το κείμενο του Γιάννη Ζέρβα για τον ποιητή «ως κρίση και ως αντίδοτο». Αυτά (λειψά ασφαλώς και ελαφρώς λοξά) προς έπαινο της πεντάχρονης ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ