Δεν πρόκειται για ταυτολογία ούτε για λογοπαίγνιο. Οι όροι του τίτλου εννοούνται γραμματολογικά και πραγματολογικά ακριβείς: στη συγκεκριμένη περίπτωση αντιστοιχούν σε δύο συνώνυμα λογοτεχνικά περιοδικά, σε συνοχή και συνέχεια, με διευθύνοντα τον ανυποχώρητο Χάρη Βλαβιανό. Προηγήθηκε η «Ποίηση», συμπληρώνοντας τριάντα τεύχη σε δεκαπέντε διαδοχικά χρόνια (1992-2007, εκδόσεις Νεφέλη). Ακολούθησε η «Ποιητική» (εκδόσεις Πατάκη), γιορτάζοντας με το δέκατο τεύχος της τα πέντε της χρόνια. Ευοίωνο σήμα: σαράντα σήματα περιοδικής ποίησης και ποιητικής σε είκοσι χρόνια. Αν εξαιρεθεί η «αιωνόβια» «Νέα Εστία», συγκρίσιμα λογοτεχνικά περιοδικά σε διάρκεια χρόνου παραμένουν κυρίως «Το Δέντρο», «Η Λέξη» (που κατέληξε δυστυχώς) και το «Εντευκτήριο» (που συνεχίζεται ευτυχώς, σε πείσμα της οικονομικής ασφυξίας του).
Θυμίζω πως όταν κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος της «Ποιητικής», πριν από κάμποσα χρόνια, ρωτούσα αν η παράλλαξη του τίτλου σημαίνει διεύρυνση και του αντικειμενικού στόχου: από την ποιητική πράξη προς την ποιητική θεωρία, ανοίγοντας τον δρόμο και στο ποιητολογικό δοκίμιο –δικό μας και ξένο. Τα γιορτινό τώρα τεύχος δείχνει πως η αναμενόμενη αναβάθμιση έγινε και συνεχίζεται, ανεβάζοντας, βαθμηδόν τον λογοτεχνικό πήχη. Γεγονός αξιοπρόσεκτο και ασφαλώς αξιέπαινο. Θα επιμείνω.
Εντυπωσιάζουν κατ’ αρχήν ο όγκος (παρ’ ολίγον 320 σελίδες) και η τυπογραφική αρτιότητα του δέκατου τεύχους, στοιχεία που προϋποθέτουν ασυνήθιστο συλλογικό και ατομικό μόχθο. Συμπληρωματική εξάλλου αρετή αναγνωρίζεται στον εποπτικό καταμερισμό της έντυπης ύλης του, η οποία προβάλλεται στο εξώφυλλο του περιοδικού, μοιρασμένη σε έξι κεφάλαια. Προηγείται η Ποίηση με δεκαεπτά ονομαστικά λήμματα. Επεται το Δοκίμιο με τέσσερα. Μεσολαβεί το Αφιέρωμα στη νεότερη ελληνική ποίηση με δεκαέξι. Ακολουθεί η Κριτική με εννέα και επιβάλλεται το Et cetera με τέσσερα λήμματα.
Με την εξαίρεση του Αφιερώματος και της Κριτικής, στα τρία βασικά κεφάλαια ζυγίζονται ισόρροπα τα πρωτότυπα με τα μεταφρασμένα κείμενα. Υπάρχουν συνάμα και απροσδόκητες εκπλήξεις: προέχει (και δικαίως προτάσσεται) απόσπασμα από το «Canto XLIX» του Εζρα Πάουντ σε ανέκδοτη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, υπομνηματισμένο επαρκώς από τη Γαλάτεια Δημητρίου.
Ενδίδοντας στον πειρασμό, αντιγράφω, δείγματος χάριν, την πρώτη στροφή, ως σήμα φιλόξενης μεταφραστικής γλώσσας, που δοκιμάζει στα δύσκολα το νεοελληνικό φυσικό της: Για τις εφτά λίμνες, κι όχι από χέρι ανθρώπου τούτοι οι στίχοι: / βροχή, άδειο ποτάμι, ένα ταξίδι, / φωτιά από μαργωμένο σύννεφο, χοντρή βροχή στο μούχρωμα, /κάτω από της καλύβας τη σκέπη ήταν ένα φανάρι. / Είναι βαριά τα καλάμια λυγισμένα / και τα μπαμπού μιλούν, θα ‘λεγες κλαίνε.
Δεύτερος ποιητικός σταθμός: ο «Τσάρος Σαλτάν» του Αλεξάντρ Πούσκιν (εισαγωγή και μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου). Ενισχυμένος από την ενθουσιαστική πρόκριση του Ντμίτρι Σ. Μίρσκι, που αποφαίνεται: «Οσο κανείς μεγαλώνει, τόσο έχει την τάση να βλέπει στον Τσάρο Σαλτάν το αριστούργημα της ρωσικής ποίησης». Τρισέλιδη η ενημερωτική εισαγωγή, δεκατρείς σελίδες το δίστηλο (ομοιοκατάληκτο ανά δίστιχο) κείμενο. Δύσκολο να αποφασίσει ο σημερινός αναγνώστης για την εμβέλεια της σύνθεσης σε άλλη γλώσσα και χώρα. Αφηγηματικό, λαϊκότροπο μυθόδραμα, χρειάζεται ίσως άλλου είδους αναγνωστική εξοικείωση, που μάλλον εδώ μας λείπει.
Η Ζαφειροπούλου ωστόσο (και καλά κάνει) επιμένει στη γοητεία της ρυθμικής του ανέλιξης. Αντιγράφονται τέσσερις στίχοι, για να μη μιλούμε στον αέρα: Πάει το σύννεφο ψηλά. / Το βαρέλι στα νερά. / Η τσαρίνα σαν μια χήρα / κλαίει τη θλιβερή της μοίρα.
Τρίτος, πιο κοντινός, σταθμός: «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, μέσα από πέντε τραγούδια του, σε μετάφραση «πολλών χεριών», καταπώς προειδοποιεί ο Βασίλης Αμανατίδης. Προτάσσοντας μια δισέλιδη εισαγωγή, όπου ομολογεί ευθαρσώς τη μεταφραστική αγωνία του, στο όριο της συμπαθητικής αμηχανίας.
Αντιγράφω την τελευταία στροφή από το «Τραγούδι του όγδοου ελέφαντα»:
Ετσι απ’ τα δόντια των επτά δεν έμεινε κανένα / Ενώ του όγδοου, όλα γερά, στη θέση τους βαλμένα. / Ορμάει τότε στους επτά, δαγκώνει, τους ξεσκίζει / Ενώ ο αφέντης πάνω του γελάει και γρυλίζει.
Θυμάμαι το έργο στην αλησμόνητη σκηνοθεσία και μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, σ’ εκείνες τις γόνιμες μέρες του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, με την Αλέκα Παΐζη ασύγκριτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ολοι και όλα στο μεταξύ έχουν σβήσει, μαζί τους και η συγκεκριμένη μετάφραση. ΄Η μήπως όχι; Θα συνεχίσω την άλλη Κυριακή, γιατί απομένουν και άλλα ριψοκίνδυνα μεταφραστικά παραδείγματα, πλάι στα πρωτότυπα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ