Δεν γνωρίζω την απάντηση στο ερώτημα αν η χώρα εισέρχεται σε έναν νέο κύκλο πολιτικής βίας. Θα σχολιάσω όμως τη χρησιμοποίηση των γεγονότων βίας ως επικοινωνιακό όπλο στην αντιπαράθεση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.
Τι μας είπε λοιπόν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος; Γκαζάκι εδώ; Φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ! Αλλο γκαζάκι εκεί; Να πάρει θέση ο ΣΥΡΙΖΑ! Εκκένωση της βίλας Λέλα Καραγιάννη; Το φαινόμενο το έχει υποθάλψει ο ΣΥΡΙΖΑ! Κατάληψη των γραφείων της ΔΗΜΑΡ; Καθυστερημένη η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ! Σφαίρες στα γραφεία της ΝΔ; Να τοποθετηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ! Θα νόμιζε κανείς ότι η Ελλάδα οργώνεται από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που όταν δεν οργανώνουν καταλήψεις δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων κυκλοφορούν με γκαζάκια και μολότοφ, ίσως και με Καλάσνικοφ.
Το εδώ και δεκαετίες πολωτικό, προβλέψιμο και βαρετό στυλ του εκάστοτε κυβερνητικού εκπροσώπου (αλλά και του εκπροσώπου της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης) έχει γίνει με τον σημερινό κυβερνητικό εκπρόσωπο ακραία πολωτικό και ακραία προσβλητικό προς τον κοινό νου. Κτυπάμε τον ανταγωνιστή χωρίς κανόνες, χωρίς σεβασμό σε αυτό που εκπροσωπεί. Φτάνει να αποκομίσουμε κομματικό όφελος. Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ του παρελθόντος, με αρκετούς μπερδεμένους επαναστάτες στο εσωτερικό του, και «κινηματικούς» διανοουμένους ακόμη πιο μπερδεμένους, είχε μετατρέψει σε αχίλλειο πτέρνα κάτι που θα έπρεπε να είναι –και σε μεγάλο βαθμό ήταν –παράγοντας ισχύος: τη συμμετοχή του στα κοινωνικά κινήματα.
Η σχολή αντιπαράθεσης και πολιτικού ύφους που υπηρετεί ο κ. Κεδίκογλου είναι αυτή κεντρώων πολιτευτών της δεκαετίας του 1950. Είναι μια σχολή «αυτιστική», την οποία η κοινωνία αποδέχεται ως αναγκαίο κακό, κάτι σαν μοιραία παρενέργεια της ύπαρξης κομμάτων. Το σημερινό γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ τον ακολουθεί, συμμετέχοντας έτσι σε ένα «παλαιό παιχνίδι» που έχει γίνει κουραστικό για την κοινή γνώμη. Τα δύο μεγάλα κόμματα μιμούνται ακόμη το επικοινωνιακό μοντέλο ΠαΣοΚ – ΝΔ των προηγούμενων δεκαετιών.
Ωστόσο σήμερα η πόλωση είναι πραγματική. Δεν είμαστε στη φάση του «συγκλίνοντος δικομματισμού». Τα δύο κόμματα έχουν διατυπώσει διαφορετικές λύσεις για το πρόβλημα της χώρας. Η ΝΔ και η τρικομματική κυβέρνηση εκπροσωπούν ένα ρεύμα που έρχεται από τα βάθη της νεοελληνικής ιστορίας και έχει σαν αίτημα τη διατήρηση του προνομιακού δεσμού της χώρας με τη Δύση. Αυτό ακριβώς το ρεύμα (έστω και αποδεκατισμένο) έδωσε τη νίκη στη ΝΔ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί ένα κοινωνικό ρεύμα που, επίσης, έρχεται από μακριά και έχει ως επίκεντρο το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το ρεύμα αυτό υπήρξε ισχυρό σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα (και εκπροσωπήθηκε ιστορικά από την σοσιαλδημοκρατία και το κομμουνιστικό κίνημα). Αν δει κανείς τα δημογραφικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά της ψήφου του Ιουνίου, θα αντιληφθεί το βάθος αυτού του ρεύματος. Σήμερα λοιπόν, για πρώτη φορά μετά το 1981, υπάρχει πραγματική ιδεολογική και προγραμματική πόλωση. Διότι η πόλωση περιγράφει ακριβώς αυτό: την ιδεολογική απόσταση που χωρίζει την πολιτική δύο κομμάτων.
Προς τι λοιπόν, ακόμη και σήμερα, αυτή η κεντρογενούς προέλευσης («λαϊκιστική» τη λένε κάποιοι) άκρατη συγκρουσιακή ρητορεία, αυτό που θα ονομάζαμε «κενή» ή «περιφερειακή» πόλωση, όταν υπάρχουν τόσες και τόσο ουσιαστικές αιτίες αντιπαράθεσης;
Για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο αντιπερισπασμός είναι στοιχείο του πολιτικού παιχνιδιού. Η πολιτική νόμου και τάξης του Δένδια, ποντάροντας σε ανησυχίες της κοινής γνώμης, άλλαξε την ατζέντα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση ένα κόμμα σε διαδικασία μετεξέλιξης από μικρή μόνιμη αντιπολίτευση σε μεγάλη κυβερνητική δύναμη. Δεύτερον, γιατί η δημαγωγία κυριαρχεί ακόμη στην κουλτούρα των κομμάτων. Δημαγωγική ήταν η όλη επικοινωνιακή στρατηγική της ΝΔ (οι πάντες αντιλαμβάνονται ότι η ηγεσία του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ δεν παίζει με τη βία), όπως κίνηση δημαγωγική (και μάλιστα αποτυχημένη) ήταν η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για πρόωρες εκλογές. Εάν είχαν γίνει πρόωρες εκλογές, ακόμη και αν τις κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα κατέστρεφε το δικό του πρόγραμμα γιατί θα εκαλείτο, στην καλύτερη περίπτωση, να υλοποιήσει την αντιμνημονιακή πολιτική του με την ανοχή της «μνημονιακής» ΔΗΜΑΡ, αν όχι και του ΠαΣοΚ. Ομως τις πρότεινε, φυσικά εκ του ασφαλούς.
Στην πραγματικότητα τα δύο κόμματα προτιμούν συχνά το παλαιό παιχνίδι της «κενής» ή «περιφερειακής» πόλωσης, γιατί έχουν δυσκολία να ασκήσουν ηγεμονία. Κανένα εκ των δύο δεν έχει επαρκώς διατυπώσει τις υπερέχουσες λύσεις ούτε διαμορφώσει τους συσχετισμούς, εσωτερικούς και διεθνείς, για την υλοποίησή τους. Κανένα, στην ουσία, δεν εκπροσωπεί –τουλάχιστον όχι ακόμη –μια ελκυστική εικόνα της Ελλάδας και του μέλλοντός της. Η «κενή» πόλωση καλύπτει τη δυσκολία να διαχειριστούν μεγάλες ιστορικές επιλογές, την απουσία μακράς πνοής πλεονεκτήματος στη βάση της ηγεμονικής διαχείρισης της πραγματικής πόλωσης.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ