Η κρίση που βιώνει η χώρα μας εδώ και τρία χρόνια είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της διεθνούς οικονομικής κρίσης, αλλά κυρίως των πολιτικών που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις τα προηγούμενα χρόνια. Η κρίση όμως ανέδειξε, με τον πιο εύγλωττο τρόπο, όχι μόνο τις αδυναμίες των οικονομικών πολιτικών αλλά και την ανεπάρκεια των θεσμών της χώρας μας.
Σήμερα η χώρα αντιμετωπίζει μια τεράστια πρόκληση. Από τη μια πλευρά πρέπει να σταθεροποιήσει και να μειώσει το δημόσιο χρέος και από την άλλη πλευρά να λάβει μέτρα που θα προωθήσουν την ανάπτυξη. Με δεδομένο ότι η μεγέθυνση της οικονομίας δεν μπορεί να τροφοδοτηθεί από κρατικούς πόρους γιατί δεν υπάρχουν, το ερώτημα είναι αν οι διαρθρωτικές αλλαγές που γίνονται –με επιμονή της τρόικας, είναι αλήθεια –αρκούν για να μπει σε αναπτυξιακή πορεία η χώρα. Η εμπειρία άλλων χωρών έχει δείξει ότι όσο αναγκαίες και να είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, δεν είναι επαρκείς για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Για να γίνει αυτό, απαιτείται να αλλάξει και το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η οικονομία μας.
Η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια νέα πορεία χωρίς νέους θεσμούς, χωρίς να ξεπεράσει το παλαιό και φθαρμένο πολιτικό, θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο.
Με θεσμούς δεν εννοούμε μόνο τις νομικές οντότητες, όπως κυβέρνηση, δικαστήρια, δημόσια διοίκηση, αλλά το γενικότερο πλαίσιο κανόνων που προσδιορίζουν το πώς γίνονται οι συναλλαγές, το πώς διαμορφώνονται οι συνεργασίες μεταξύ ατόμων, κυβέρνησης και επιχειρήσεων. Την απουσία ικανών και αξιόπιστων θεσμών στη χώρα μας την αναγνωρίζουν όλοι, αλλά τίποτα ουσιαστικό δεν έχει γίνει για να αλλάξουν. Στην περίοδο της Μεταπολίτευσης δεν υπήρξε κυβέρνηση που να μην υποσχέθηκε την εξυγίανση του κράτους, την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την ενίσχυση της διαφάνειας, την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, την εξάλειψη της σπατάλης. Είναι αλήθεια ότι έγιναν κάποιες προσπάθειες που αφορούσαν κυρίως την αλλαγή της νομοθεσίας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι κάθε φορά που αλλάζει κυβέρνηση αλλάζει και η νομοθεσία, και στο τέλος δεν εφαρμόζεται. Ισως ο βασικός λόγος της αποτυχίας των όποιων προσπαθειών που έγιναν να είναι ότι δεν δημιουργήθηκαν μηχανισμοί αποτελεσματικής εφαρμογής των νόμων, δεν θεσπίστηκαν σταθεροί κανόνες του παιχνιδιού, δεν έγινε δυνατόν να απεξαρτηθεί η λειτουργία του Δημοσίου από τα πολιτικά κόμματα: με άλλα λόγια, δεν άλλαξε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους.
Είναι απαραίτητο να αλλάξουν οι θεσμοί και να δημιουργηθούν νέοι, οι οποίοι θα λειτουργούν ανεξάρτητα από κόμματα και πελατειακές σχέσεις των πολιτικών. Μόνο έτσι το κράτος και τα όργανά του θα αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι βασική προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία μιας οικονομίας και για τη συμμόρφωση των πολιτών στις υποχρεώσεις τους. Δεν είναι δυνατόν μια κοινωνία να στηρίζεται μόνο στην απειλή τιμωρίας για να συμμορφωθούν οι πολίτες στις υποχρεώσεις τους. Η δημιουργία κοινωνικής συνείδησης είναι κατ’ εξοχήν θέμα αξιόπιστων και αποτελεσματικών θεσμών. Μόνο αν γνωρίζει ο πολίτης ότι η Δικαιοσύνη είναι αμερόληπτη, ότι τα φορολογικά βάρη επιμερίζονται δίκαια, ότι οι δαπάνες γίνονται για όφελος όλων και δεν υπάρχουν σπατάλες, μόνο τότε θα δεχθεί να καταβάλει πρόθυμα τη συνεισφορά του στην Πολιτεία. Η απουσία κοινωνικής συνείδησης δεν είναι στο DNA του Ελληνα, αλλά δημιούργημα της αναξιοπιστίας των πολιτικών και οικονομικών μας θεσμών.
Τα τελευταία χρόνια το θέμα των θεσμών έχει ελκύσει το ενδιαφέρον πολλών οικονομολόγων και το συμπέρασμα από τη μελέτη των ανεπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών είναι ότι οι χώρες που αναπτύχθηκαν το οφείλουν κυρίως στη δημιουργία των κατάλληλων θεσμών. Δεν υπάρχει συνταγή για το ποιοι είναι οι κατάλληλοι θεσμοί για την κάθε χώρα. Η εμπειρία όμως δείχνει ότι οι κατάλληλοι θεσμοί πρέπει να διασφαλίζουν τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, την ισχύ των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και την αποτελεσματική εφαρμογή των συμβολαίων. Δεύτερον, σαφείς κανόνες που ρυθμίζουν τις λειτουργίες των αγορών για να διασφαλιστούν ο ανταγωνισμός και ο έλεγχος των πολλαπλών αποτυχιών της αγοράς. Τρίτον, τη μακροοικονομική σταθερότητα και, τέταρτον, την κοινωνική συνοχή και την επίλυση των διαφορών και συγκρούσεων που ανακύπτουν σε μια κοινωνία. Λίγα από αυτά φαίνεται να εξασφαλίζει το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της χώρας με αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο και με μικρό κόστος. Γι’ αυτό και πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα να αλλάξουμε το πλαίσιο λειτουργίας του κράτους μας, να θεσπίσουμε σταθερούς και αποτελεσματικούς κανόνες, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Είναι αλήθεια ότι οι θεσμοί δεν αλλάζουν ή δεν δημιουργούνται γρήγορα και χωρίς αντιδράσεις. Για να είναι αποτελεσματικοί και αξιόπιστοι οι θεσμοί, πρέπει να έχουν αυτονομία από τα κόμματα, να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια στη λειτουργία τους, να στελεχώνονται αξιοκρατικά και να έχουν διάρκεια. Γι’ αυτό και θα πρέπει να στηρίζονται από τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων. Πολλά μπορούν να γίνουν σχετικά γρήγορα και με ευρεία συναίνεση. Ας πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Χρειαζόταν να έρθει η τρόικα και να επιμένει για τον διορισμό μόνιμου γενικού γραμματέα Εσόδων στο υπουργείο Οικονομικών, ο οποίος να έχει αυτονομία και να είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία των υπηρεσιών ευθύνης του; Ηταν δύσκολο να το κάνουμε μόνοι μας; Και το ερώτημα είναι: Γιατί μόνο στο υπουργείο Οικονομικών; Γιατί δεν το κάνουμε σε όλα τα υπουργεία; Είναι δύσκολο να συμφωνήσουν όλα τα κόμματα να γίνει μια ενιαία αρχή πάταξης της διαφθοράς, η οποία θα υπάγεται απευθείας στη Βουλή και θα είναι υπερκομματική και όχι διακομματική; Είναι δύσκολο να συμφωνηθεί ότι τα νοσοκομεία πρέπει να λειτουργούν με σαφείς και ξεκάθαρους κανόνες χρηστής διαχείρισης; Δεν μπορεί να γίνει το ίδιο για την τοπική αυτοδιοίκηση και πολλούς άλλους τομείς;
Το 2013 θα μπορούσε να είναι το έτος που οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα συμφωνήσουν να αρχίσει η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους. Απαιτείται σχεδιασμός, να βρεθούν τα κατάλληλα άτομα και να προχωρήσουμε με μεθοδικότητα, με σύστημα και αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία. Υπάρχει πολιτική βούληση; Αυτό είναι το ζητούμενο. Μέσα στην κρίση που μαστίζει τον Τόπο θέλω να ελπίζω ότι οι πολιτικοί μας θα αναλάβουν την πρωτοβουλία και θα διαψεύσουν αυτό που με πόνο παρατήρησε ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Απογοητευμένος από αυτά που έβλεπε έγραφε: «Δεν μου φταίνε οι θεσμοί και τα πολιτικά συστήματα. Μου φταίει το δαιμόνιο που έχουμε να εξευτελίζουμε τον κάθε θεσμό και το κάθε σύστημα και να σκεπάζουμε τα καμώματά μας με ρητορείες».
Ο κ. Βασίλης Θ. Ράπανος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ