Σε πρόσφατη επίσκεψή μου στο Κάιρο συνάντησα μια νεαρή δημοσιογράφο ονόματι Ασμαα Λόφι. Φορούσε τζιν και χιτζάμπ, και τα μάτια της έλαμπαν. «Δεν μου επιβλήθηκε. Το φοράω από 12 ετών. Ηθελα να ακολουθήσω τον Προφήτη» μου είπε.
Επρόκειτο για μια θρησκευόμενη 21χρονη απόφοιτο πανεπιστημίου, η οποία δεν ψήφισε τον υποψήφιο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και σημερινό πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι στις εκλογές, η οποία μιλούσε με πάθος για την ελευθερία του λόγου και του Τύπου, αλλά και για την «εσωτερική γαλήνη» που της προσφέρει η ισλαμική μαντίλα.
Η Λόφι αποτελεί ζωντανή διάψευση όλων των τετριμμένων διανοητικών κατασκευών για «σύγκρουση των πολιτισμών» ή της ασυμβατότητας του θρησκευτικού με το κοσμικό στοιχείο με τις οποίες ο κόσμος προσπάθησε να κατανοήσει την Αραβική Ανοιξη, τη σύγκρουση μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ, και γενικότερα τη θέση της θρησκείας στην πολιτική ζωή.
Σύμφωνα με τη Λόφι, οι παλιες διαχωριστικές γαραμμές που οικοδομήθηκαν για να πλασάρεται ο Μουμπάρακ ως το τελευταίο ανάχωμα της Δύσης απέναντι στον ισλαμικό εξτρεμισμό ήταν ψευδείς.
Είναι καιρός να σκεφθούμε ξανά τη σχέση που η Δύση συχνά βιάζεται να σκιαγραφήσει μεταξύ θρησκείας και οπισθοδρομικότητας, από τη μία, και αντικληρικαλισμού και εκσυγχρονισμού, από την άλλη. Για τη Μέση Ανατολή, όπως φαίνεται από τυραννίες με δυτική στήριξη, ο αντικληρικαλισμός δεν αποτελεί πανάκεια.
Η Μέση Ανατολή έχει προσπαθήσει κατά καιρούς ταχεία εκκοσμίκευση –για παράδειγμα, υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ στην Τουρκία είτε υπό διάφορα μπααθικά κόμματα στο Ιράκ ή στη Συρία –μόνο για να δει να δημιουργείται μια ισχυρή και μερικές φορές βίαιη αντίδραση του Ισλάμ, εν μέρει διότι ο κρατικός παρεμβατισμός ή ο έλεγχος επί της θρησκείας αποδεικνύεται απλώς μια μορφή δεσποτισμού.
Το Ισλάμ ήταν ένα καταφύγιο, η διεκδίκηση μιας χαμένης ταυτότητας, ένα οχυρό απέναντι σε εισαγόμενες ιδέες. Χάθηκε αρκετός χρόνος για τους νεαρούς Αραβες στο πήγαινε-έλα μεταξύ της αναγκαστικής εκκοσμίκευσης και ενός αμετάβλητου Ισλάμ. Οι απαιτήσεις τους στην πλατεία Ταχρίρ και αλλού ήταν για κάτι νέο: μια κουλτούρα ταυτόχρονα αυθεντική και μοντέρνα, ντόπια αλλά και ανοιχτή στον πλανήτη Γη.
Ως τώρα το ισλαμιστικό κίνημα αρκούνταν στο να κάνει αντιπολίτευση. Δεν ανέπτυσσε αξιόπιστες προτάσεις για το μέλλον. Η ιστορική αντίσταση στην αποικιοκρατία, ο διάλογος με τους υπέρμαχους του κοσμικού κράτους, η απόρριψη της Δύσης, η νομιμοποίηση που προκύπτει από τη ρήξη με το Ισραήλ, προσέδιδαν στους ισλαμιστές τη νομιμότητα ενός ηθικού αντίβαρου. Ωστόσο τώρα που βρίσκονται στην εξουσία στην Αίγυπτο θα πρέπει να βρουν ένα πολιτικό πρόγραμμα που να αποδίδει. Το να είναι κανείς αντιδυτικός ή να διαδηλώνει εναντίον προσβολών στον Προφήτη δεν θα ταΐσει τους πεινασμένους ούτε θα διδάξει τους αναλφάβητους. Αν πρόκειται να είναι πολιτικό το Ισλάμ, δεν μπορεί να βρίσκεται στο απυρόβλητο της κριτικής ή ακόμη και της σάτιρας.
Αντί να επικαλούνται εχθρούς –τη Δύση ή το Ισραήλ -, τα σύγχρονα ισλαμικά κόμματα θα πρέπει να δώσουν ευκαιρίες στη μάζα των νέων που θέλουν ελευθερία και πλουραλισμό, καθώς και θέσεις εργασίας για τις γυναίκες και πάταξη της διαφθοράς. Θα πρέπει να καταλάβουν ότι ο νόμος της σαρίας μπορεί να είναι αποδεκτός σε μια πλειονότητα πολιτών αν γίνει κατανοητός ως συνδυασμός κατευθυντήριων αρχών, αλλά όχι ως ποινικός κώδικας οι όροι του οποίου θα εφαρμόζονται με αυστηρότητα.
Κατά μία έννοια, οι κυβερνώντες ισλαμιστές θα πρέπει να γίνουν μετα-ισλαμιστές για να χαράξουν μια πρωτότυπη πορεία που να συνδυάζει την πίστη με τη δημοκρατία. Θα πρέπει να μετατοπιστούν από μια κουλτούρα αντίστασης σε μια κουλτούρα προσέγγισης.
Καθώς προσπαθεί να οδηγήσει την Αίγυπτο στο μέλλον, ο πρόεδρος Μόρσι θα πρέπει να έχει κατά νου τη Λόφι. Το ίδιο και η Δύση, ως υπενθύμιση του πόσο ανεπαρκείς είναι οι χαρακτηρισμοί όπως κοσμικός και ισλαμιστής.
Ορισμένες φορές και η κοσμικότητα της Δύσης φαίνεται να βρίσκεται σε ύφεση. Στη Ρωσία, όπου επί 70 χρόνια οι κομμουνιστές προσπαθούσαν να καταστείλουν το «όπιο του λαού», ο διάδοχος των κομισάριων τώρα προσπαθεί να προσεταιριστεί την Εκκλησία. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, πρώην πράκτορας της KGB, έστειλε δύο μέλη του πανκ συγκροτήματος «Pussy Riot» σε ένα μακρινό γκούλαγκ επειδή εκτέλεσαν μια «βλάσφημη» πανκ προσευχή στον κεντρικό καθεδρικό ναό της Μόσχας.
Ωστόσο η θρησκεία δεν μπορεί να αποτελεί άφθαρτη ασπίδα του ηγέτη του Καΐρου, ούτε της Μόσχας, ούτε και της Ουάσιγκτον. Η αμερικανική προεκλογική εκστρατεία συχνά άγγιζε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των υποψηφίων σε θέματα όπως το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, όπου ο Θεός επικαλούνταν ως «κριτής». Η δήλωση αθεΐας στην Αμερική συχνά συνιστά πολιτική αυτοκτονία. Ο διχασμός της χώρας ανάμεσα σε συντηρητικούς που επικαλούνται συνεχώς τον Θεό και προοδευτικούς υπέρμαχους του κοσμικού κράτους αποτελεί παράγοντα ακινησίας και δυσλειτουργίας.
Η αμερικανική πολιτική έχει προχωρήσει πολύ από τότε που ο Τζον Κένεντι μαχόταν για τον διαχωρισμό του κράτους και της Εκκλησίας –θέση που ο φανατικός καθολικός Ρεπουμπλικανός Ρικ Σαντόρουμ είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ότι «τον κάνει να θέλει να κάνει εμετό». Οπως έδειξαν και τα αποτελέσματα των πρόσφατων προεδρικών αμερικανικών εκλογών, η υπερβολική ανάμειξη της θρησκείας και ο υπέρ το δέον συντηρητισμός δεν βοήθησαν πολιτικά το κόμμα των Ρεπουμπλικανών.
Το εκπληκτικό όμως είναι ότι στην Αμερική της ευαγγελικής Δεξιάς ο κόσμος είναι περισσότερο έτοιμος από οπουδήποτε να εξισώσει μια γυναίκα με μαντίλα με τον ισλαμικό φανατισμό, να δει παντού την απειλή του νόμου της σαρίας και να απορρίψει την Αραβική Ανοιξη ως τίποτε περισσότερο από την εξάπλωση του χάους που θα οδηγήσει στην εξουσία τους υπέρμαχους του «ιερού πολέμου».
Ακόμη και ενώ ορισμένοι αποδίδουν στον Θεό κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, φθάνοντας ως το σημείο να αποκαλούν «δώρο Θεού» μια εγκυμοσύνη που έχει προκύψει από βιασμό, οικτίρουν το πολιτικό Ισλάμ, το οποίο μοιάζουν αποφασισμένοι να διακωμωδήσουν ως μονολιθικό εχθρό.
Στην πραγματικότητα το Ισλάμ είναι περισσότερο διαφοροποιημένο από ποτέ, εμπλουτισμένο με τις διαφορετικές κουλτούρες με τις οποίες είναι συνυφασμένο, αν και φυσικά οι ακραίες περιπτώσεις «ακούγονται» πιο δυνατά. Αυτές τείνουν να επισκιάσουν τον πλουραλισμό στις λεπτές αποχρώσεις του Ισλάμ.
Μπορεί κανείς να είναι θρησκευόμενος ή κοσμικός και να πιστεύει ότι οι ανθρώπινες υποθέσεις καλό είναι να διευθετούνται εδώ στη Γη και χωρίς την επέμβαση του Θεού. Ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη ευκαιρία στη Μέση Ανατολή, ύστερα από όλα αυτά τα στείρα πισωγυρίσματα, για να γεφυρωθεί το χάσμα και να δημιουργηθούν δημοκρατίες που δεν είναι ούτε «ισλαμικές» ούτε «κοσμικές».
Ωστόσο η ανοικοδόμηση μιας δημοκρατίας απαιτεί δουλειά πολλών γενεών και επίσης τόσο κατανόηση όσο και υποστήριξη. Στη θεωρία, κοινωνίες όπως εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ, όπου η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο, θα έπρεπε να είναι σε θέση να συλλάβουν επαρκώς την πρόκληση. Υπό την προϋπόθεση ότι οι αποκαλύψεις του Θεού στους πιο ένθερμους υποστηρικτές του έχουν λιγότερο τοπικό και περισσότερο οικουμενικό χαρακτήρα, καθώς και ότι η μουσουλμανική Ανατολή δεν έχει ανάγκη από δυτική χειραφέτηση αλλά από εξέλιξη του ίδιου του Ισλάμ.
«Είμαστε ελεύθεροι. Ο,τι κι αν γίνει, δεν γυρίζουμε πίσω» λέει η Λόφι.
Ο κ. Roger Cohen είναι δημοσιογράφος, τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων «The New York Times» και «International Herald Tribune». Εχει εργαστεί ως ανταποκριτής σε 15 χώρες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ