Αλλη, πάλι, αυτή η μόδα! Οπου αναρτάτε στο Facebook τη φωτογραφία μιας πιατέλας με μελομακάρονα και γράφετε «Κερασμένα από μένα, για να σας γλυκάνω». Το θεωρείτε πράγματι κέρασμα; Είναι, βεβαίως, η πλέον ασφαλής μέθοδος για να αποδείξετε τι έχασαν οι διεθνείς κουζίνες που δεν γίνατε σεφ: και αν σας έχουν λασπώσει τα μελομακάρονα, αν έχουν γίνει στόκος οι κουραμπιέδες, αν η βασιλόπιτα κόβεται μόνο με το πριόνι του σχιζοφρενούς δολοφόνου ή αν η συνταγή και η εκτέλεσή της είναι άλλου, κανένας από τους δικτυακούς φίλους (;) σας δεν θα το καταλάβει, επειδή κανένας δεν θα δοκιμάσει. Αυτό, βεβαίως, δεν θα τους εμποδίζει να γράψουν από κάτω «υπέροχα τα έκανες, Μαριζάκι μου, και του χρόνου να είσαι καλά να μας ξαναγλυκάνεις!», «πωπώ, βρε τέρας, μου έσπασες τη μύτη», «μμμ… μούρλια! Τη συνταγή αμέσως!». Μετά θα αρχίσουν δίαιτα – ελαττώστε και εσείς λίγο τη δικτυακή ζάχαρη και τα… δικτυακά μελώματα! ΄Η πράγματι ο κοπανιστός αέρας δεν παχαίνει, όπως επιμένουν δεκάδες επιστήμονες και καθηγητές πανεπιστημίων;
Μη βγάζετε το χασαπομάχαιρο από το συρτάρι της κουζίνας (κάτω από τον πάγκο όπου τοποθετήσατε τα μελομακάρονα για τη φωτογράφισή τους) έτοιμοι να με πάρετε στο κατόπι. Δεν θέλω να προσβάλω κανέναν από τους φίλους ή μη, οι οποίοι επιλέγουν την εικονική πραγματικότητα προκειμένου να ξορκίσουν την πραγματική πραγματικότητα, να διασκεδάσουν τη μοναξιά τους, να σκοτώσουν τις (ήδη) νεκρές ώρες, τότε που δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε, σε ποιον να πουν μια κουβέντα. Ομολογώ, όμως, ότι όσο πιο βαθιά μπαίνουμε στον κόσμο των ψεύτικων κερασμάτων, των «πλαστικών» ευχών και της επίπλαστης συντροφικότητας, τόσο νομίζω ότι απομακρυνόμαστε από το ζητούμενο, το «πάντα θ’ ανταμώνουμε και θα ξεφαντώνουμε». Που, και αν δεν ξεφαντώναμε, τουλάχιστον επικοινωνούσαμε πρόσωπο με πρόσωπο, όσοι πραγματικά νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον, όσοι υπάρχει λόγος να είμαστε μαζί γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα. Εννοώ ότι η εύκολη, αλλά και εξαιρετικά επιφανειακή επικοινωνία μέσα από το κομπιούτερ μάς εθίζει σε ένα νέο είδος εξ αποστάσεως (ψευτο)επαφής που απέχει πολύ από εκείνο που έχουμε ανάγκη, τον συγχρωτισμό, με την ακριβή σημασία της λέξης: στενή επαφή προσώπων στον ίδιο χώρο, συναναστροφή.
Το κάνω και εγώ: αντί να τηλεφωνήσω για να ευχηθώ σε έναν φίλο για τη γιορτή του, του γράφω στο Facebook ένα «να σε χαιρόμαστε», έτσι και χρόνο κερδίζω και είμαι τυπικά εντάξει. Τυπικά… Ετσι, τυπικές γίνονται και οι σχέσεις που ήταν κάτι περισσότερο. Ετσι, οι άνθρωποι νομίζουν ότι επικοινωνούν, ενώ στην πραγματικότητα… Παρατηρώ γύρω μου τα αποτελέσματα της κατάχρησης-κακής χρήσης του Internet στον κοινωνικό ιστό: κάτι νέα παιδιά, υπερκοινωνικά στα διάφορα σάιτ, με χιλιάδες διαδικτυακούς φίλους, που όταν τα απομακρύνεις από το κομπιούτερ τους και τα καθίσεις σε έναν καναπέ ή στην καρέκλα ενός εστιατορίου, δεν ξέρουν πού να βάλουν τα χέρια τους (λείπει από μπροστά τους το πληκτρολόγιο), δεν ανοίγουν το στόμα τους ούτε για να παραγγείλουν. Είναι έξω από τα νερά τους.
Παρατηρώ και κάτι μεγαλύτερους ανθρώπους που η μοναδική φορά που κέρασαν ήταν διά… φωτογραφίας στο Facebook – ιδού το άλλοθι της (στην πραγματικότητα) α λα Σκρουτζ ζωής τους. Κάτι άλλους, που αν και κάποτε συναντιόμασταν συχνά και αλληλοκερνιόμασταν, τώρα επικοινωνούμε μόνο μέσα από αναρτήσεις στον «τοίχο» μας – στο… τείχος των δακρύων και της πλήξης μας. Κατά διαστήματα επαναλαμβάνουμε ένα «χαθήκαμε» (σε δικτυακές, πάντα, κάρτες με σκυλάκια – από τα ανθισμένα και από τα άλλα, τα τετράποδα) και μετά ξαναχανόμαστε. Υπάρχουν, τέλος, και οι άλλοι, οι πολλοί, που δεν τους ξέρω, αλλά που μαθαίνω πάντα μέσω Facebook ότι: «Ο Αντώνης είναι στο “Tres (kai vale) Hermanos”», «αυτή τη στιγμή η Μαιρούλα παίζει Trelotixoplakorama για να κερδίσει τζάμπα εισιτήρια», «σήμερα στολίσαμε το δέντρο μας και συγκινήθηκα γιατί ήταν το πρώτο δέντρο με τον μικρούλη μας» – από κάτω φωτογραφία ο μικρούλης δίπλα στη φάτνη, εμφανώς συναχωμένος και κακόκεφος, με σάλια και μύξες στο πρόσωπό του.
Καλά να είστε, βρε παιδιά, αλλά,
χωρίς παρεξήγηση πάντα, ούτε Trelotixoplakorama θέλω να παίξω, ούτε… «σήμερα θα κάνω εγώ τον καφέ» (στη χόβολη!) για να συνεφέρω τον Αντώνη τον αλκοόλα από τις μπόμπες που ήπιε, ούτε με ενδιαφέρει το δέντρο του μικρούλη. Οπως δεν σας ενδιαφέρει καθόλου αν μου πέτυχε η τηγανιά με ορτύκι Αριζόνας, αν κοιμήθηκα από το δεξί πλευρό χθες το βράδυ, αν το δικό μου χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι έλατο ή κάκτος. Επίσης, δεν θέλω άλλα fake κεράσματα, έχουν όλα την ίδια αδιάφορη γεύση. Θέλω, όμως, τους φίλους μου τους πραγματικούς, γύρω από ένα τραπέζι με πραγματικά φαγητά και πραγματικά γλυκά, για να πούμε τα δικά μας, αυτά που δεν τα μοιράζεσαι με αγνώστους, και για να θυμηθούμε ότι, ακόμη και αν χανόμαστε, we like very much ο ένας τον άλλον. Ολα τα άλλα είναι «like» χωρίς αντίκρισμα. (Για όσους επιμένουν να μην καταλαβαίνουν, μήπως, αντί να ανοίγουμε τους υπολογιστές μας, να ανοίξουμε τα σπίτια μας;)