Eδώ και ενάμιση σχεδόν αιώνα, τα θεμελιώδη προβλήματα του ελληνικού φορολογικού συστήματος διαιωνίζονται σε έναν φαύλο κύκλο:
  • Αθλια οργάνωση, χαμηλή αποδοτικότητα και άνιση κατανομή της φορολογίας.
  • Υπερ-φορολόγηση των φτωχών και των μισθωτών.
  • Υπο-φορολόγηση των πλουσίων (κυρίως λόγω φοροδιαφυγής).
  • Φοροδιαφυγή πλουσίων και μικρομεσαίων πλην μισθωτών.
  • Δωροδοκία και δωροληψία με την ανοχή των κυβερνώντων.
  • Γενικευμένη δυσπιστία των πολιτών προς το κράτος.
Σε διάφορα δημοσιεύματα εδώ και τριάντα χρόνια καταγράφω τα ιστορικά αίτια αυτών των προβλημάτων, επιμένοντας ότι η διαιώνισή τους οφείλεται στις πράξεις όλων μας και κυρίως της ηγεσίας μας –πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής, με ελάχιστες δυστυχώς εξαιρέσεις. Σήμερα, το φορολογικό σύστημα βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης. Οι πιο πρόσφατες απόπειρες μεταρρύθμισής του απέτυχαν όλες, από τη γενναία μεταρρύθμιση του 1955 που το εκσυγχρόνισε για πρώτη φορά, έως τις προσπάθειες της Μεταπολίτευσης. Γιατί άραγε; Επειδή όλες συνάντησαν αντιστάσεις –και μέσα από το σύστημα και εκ των άνω και εκ των κάτω.
Το ίδιο το σύστημα ευνοούσε την αυθαιρεσία των εφοριακών και εξωθούσε τους έντιμους και ικανούς στο περιθώριο, τους αήθεις στη δωροληψία και τους διορισμένους εκ των άνω στο ρουσφέτι και στην παραταξιακή συναλλαγή.
Εκ των άνω, οι περισσότεροι πολιτικοί αλλά και οι δικτάτορες που κατά καιρούς κυβέρνησαν την Ελλάδα διόριζαν με πελατειακά και όχι αξιοκρατικά κριτήρια υπαλλήλους εξαρτημένους και όχι πάντα ικανούς και τίμιους. Αυτοί ανταπέδιδαν το ρουσφέτι απαλύνοντας τον έλεγχο στους κυβερνητικούς οπαδούς και κυνηγώντας αντιπάλους. Από το 1967 έως σήμερα, τόσο οι δικτατορίσκοι της χούντας όσο και οι εκλεγμένοι πολιτικοί χάριζαν τα χρέη μας, αγροτικά, φορολογικά και άλλα, και ανέχονταν τη φοροδιαφυγή αντί να την καταδιώκουν και να γίνονται δυσάρεστοι. Καταγγέλλοντας υποκριτικά τους πλούσιους, ελάχιστα έκαναν για να περιορίσουν την ασυδοσία είτε των πλουσίων είτε των μικρομεσαίων. Και αντιμετώπιζαν τα ελλείμματα χάρη στους μισθωτούς και στους έμμεσους φόρους, χάρη στην καταχρέωση του κράτους, όπως πάντα, και χάρη στο πληθωρικό χρήμα μετά το 1971 και στις εισροές από την Ευρώπη μετά το 1980.
Εκ των κάτω, τέλος, οι περισσότεροι φορολογούμενοι δεν ήθελαν ούτε θέλουν να αλλάξει το σύστημα, εκτός από τη μειονότητα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και των συνταξιούχων. Οι μισθωτοί του Δημοσίου ήταν οι γνωστοί ευνοημένοι. Οι φοροφυγάδες βολεύονταν θαυμάσια, ακόμη και οι μικροί και οι μισο-ειλικρινείς, γιατί αντιμετώπιζαν κουτσά-στραβά τον έλεγχο με το ρουσφέτι ή με τη δωροδοκία. Και όταν ένας ακόμη υπουργός έρχεται σήμερα να αναγγείλει μεταρρυθμίσεις κανείς δεν τον πιστεύει, διότι κανείς δεν εμπιστεύεται πλέον κανέναν –και γιατί άραγε να εμπιστευθεί κυβερνήσεις που ανέκαθεν νομιμοποιούσαν με αλλεπάλληλες ρυθμίσεις την παρανομία;
Με άλλα λόγια, το φορολογικό σύστημα έφτασε στο σημερινό χάλι επειδή συνέφερε όλες τις παρατάξεις, λίγο ή πολύ. Η Δεξιά, είτε λαϊκή την ονομάσουμε είτε αμυδρώς νεοφιλελεύθερη, συνδέεται εξ ορισμού με τον πλούτο, παλιό και νέο –άλλωστε ο παλιός είχε ξεφτίσει ήδη από την Κατοχή. Διατήρησε λοιπόν τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για τα μάτια και ανέχθηκε τη φοροδιαφυγή. Το ΠαΣοΚ όλων των εποχών την ανέχθηκε για τους ίδιους περίπου λόγους –τα νεόπλουτα τσακάλια μετακινούνται εύκολα από τα δεξιά στα αριστερά. Η Αριστερά όλων των αποχρώσεων προτιμούσε να διατηρείται το σύστημα ώστε να καταγγέλλει τη φοροδιαφυγή των πλουσίων με την οποία οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί υποτίθεται ότι γίνονταν φτωχότεροι, ενώ στην πραγματικότητα πολλοί ξέφευγαν τη φτώχεια φοροδιαφεύγοντας. Τέλος, ορισμένοι «αριστεροί» δικαιολογούν τη «μικρή» φοροδιαφυγή κερδίζοντας ψήφους και καλλιεργώντας την ανομία.
Τελικά οι απλοί άνθρωποι δεν ήξεραν ποιον να πρωτοπιστέψουν και ο πόλεμος συνεχιζόταν αυξάνοντας την ανοχή της διαφθοράς και την πλειοδοσία παροχών και οδηγώντας σε ολοένα μεγαλύτερη οξύτητα. Ετσι, τον κοινοβουλευτικό διάλογο τον αντικατέστησαν οι μονόλογοι και η βία των διαδηλώσεων και το φορολογικό σύστημα, αντί να υπηρετεί τη φορολογική δικαιοσύνη, άρα την ιδέα της Δημοκρατίας, την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα, μας εξώθησε στην πόλωση, στην αστάθεια, και στον αντιδημοκρατικό διχασμό –οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό.
Ετσι χάσαμε τα 35 χρόνια της μεταπολίτευσης και φτάσαμε στην κρίση. Τι έπρεπε να κάνουμε το 2009 και μάλιστα αμέσως; Να συνειδητοποιήσουμε, πρώτον, ότι το φορολογικό πρόβλημα δεν θα λυθεί ποτέ αν δεν υπάρξει εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και την πολιτική ηγεσία. Δεύτερον, ότι προϋπόθεση της εμπιστοσύνης είναι ένα φορολογικό σύστημα δίκαιο και αποδοτικό. Τρίτον, ότι το σύστημα είναι οι άνθρωποι που το αποτελούν, άρα η στελέχωσή του πρέπει να ανανεωθεί εκ βάθρων. Τέταρτον, ότι για να οργανωθεί, να δοκιμαστεί και να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα απαιτείται τουλάχιστον ένας χρόνος εντατικής μελέτης από πολυμελή ομάδα ειδικών και τουλάχιστον δέκα χρόνια τελειοποίησής του στην πράξη.
Αυτά έπρεπε όμως να τα κάνουμε το 2009, και μάλιστα παράλληλα με τις τρεις βασικές πρωτοβουλίες που ήταν έκτοτε απαραίτητες για να καταπολεμήσουμε την κρίση: μείωση δαπανών, αξιοποίηση κρατικής περιουσίας και προσέλκυση επενδύσεων με ένα καλά μελετημένο πρόγραμμα. Αν τις είχαμε έκτοτε πάρει αποφεύγοντας τις αερολογίες και ζητώντας την ευρωπαϊκή στήριξη και την υπομονή των δανειστών μας για να τις ολοκληρώσουμε, θα πείθαμε περισσότερο την Ευρωπαϊκή Ενωση, τα ταμεία των ευρωπαίων και αμερικανών συνταξιούχων που μας είχαν δανείσει, τους πιθανούς ξένους επενδυτές, τους πανικόβλητους έλληνες καταθέτες και τους κεφαλαιούχους της Διασποράς –και θα κόβαμε τον αέρα της κερδοσκοπίας. Τίποτε από αυτά δεν κάναμε. Ετσι χάσαμε τρία χρόνια ζητιανεύοντας, κοροϊδεύοντας τους κουτόφραγκους και αλληλοϋβριζόμενοι.
Τώρα τι κάνουμε; Θα εισπράξουμε τα ευρωπαϊκά δισεκατομμύρια και θα συνεχίσουμε έτσι; Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην ορθοποδήσει η χώρα ούτε σε είκοσι χρόνια –και αυτό πιθανότατα θα συμβεί, δυστυχώς. Προς παρηγορίαν, όμως, συνεχίζω με όσα θα έπρεπε κανονικά να γίνουν, γνωρίζοντας ότι «αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα» –ίσως από αντίδραση στην παραδοσιακή μοιρολατρία.
Κανονικά, λοιπόν, θα έπρεπε να δράξουμε την τελευταία ευκαιρία και να πάρουμε τώρα όσες πρωτοβουλίες δεν πήραμε το 2009. Και επειδή η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της χώρας είναι πρωταρχική ανάγκη, η πιο επείγουσα πρωτοβουλία θα ήταν μια ριζική φορολογική μεταρρύθμιση. Ποιες θα ήταν οι σημαντικότερες προϋποθέσεις της;
Πρώτον, η μελέτη σε συνεργασία με προηγμένες φορολογικές υπηρεσίες ξένων χωρών, ώστε να μεταφερθούν όσα καλά στοιχεία είναι εφαρμόσιμα στην Ελλάδα. Δεύτερον, η οργάνωση δύο βασικών υπηρεσιών: μιας γερής διεύθυνσης δειγματοληπτικών φορολογικών ελέγχων και μιας άψογης υπηρεσίας διώξεως του φορολογικού εγκλήματος. Τρίτον, η στελέχωση με νέους, επιλεγμένους με βασικά κριτήρια την ειδίκευση, την κριτική νοημοσύνη και, κυρίως, το ήθος τους. Τέταρτον, ένας μηχανισμός ποινών αλλά και ανταμοιβών, ώστε οι λίγοι αλλά εξαντλητικοί δειγματοληπτικοί έλεγχοι να καταλήγουν σε λίγες αλλά παραδειγματικές καταδίκες –και οι ποινές να αντικρύζονται με εξίσου παραδειγματικές επιβραβεύσεις των ειλικρινών φορολογουμένων και των εντίμων εφοριακών.
Η ανάγκη κλίματος εμπιστοσύνης, όμως, θα απαιτούσε μιαν ακόμη προϋπόθεση: να μειωθούν δραστικά οι άμεσοι φόροι. Εστω και αν μειώνονταν στο μισό όλοι οι συντελεστές του φόρου εισοδήματος, με δεδομένα τα παραπάνω μέτρα το κράτος θα είχε τα ίδια έσοδα. Επιπλέον, με ένα μέγιστο συντελεστή 18%, π.χ., και με εκσυγχρονισμένο το φορολογικό σύστημα, το ελληνικό κράτος θα προσέφερε ισχυρότατο κίνητρο για εισροή επενδυτικών κεφαλαίων. Ετσι θα έπειθε πράγματι την Ευρωπαϊκή Ενωση να στηρίξει την Ελλάδα μακροχρονίως και όχι προσωρινώς, τα ξένα συνταξιοδοτικά ταμεία να ξαναγοράσουν ελληνικά ομόλογα, και τους επιχειρηματίες της Ευρώπης, της Κίνας και των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών να επενδύσουν στη χώρα μας. Τέλος, έτσι θα επαναπατρίζονταν ορισμένα από τα 300 τουλάχιστον δισεκατομμύρια που είναι οι καταθέσεις εκτός Ελλάδος των ελλήνων καταθετών και των κεφαλαιούχων της Διασποράς. Με άλλα λόγια, φαντασία και παρηγορία.
Ο κ. Γιώργος Β. Δερτιλής είναι διευθυντής σπουδών της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ