Μπροστά σε μια ένοχη ευρωπαϊκή αδιαφορία, η Ελλάδα πλησιάζει επικίνδυνα προς την κοινωνική και ρατσιστική έκρηξη.
Στους δρόμους της Αθήνας, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες φοβούνται. Ολόκληρες συνοικίες είναι ντε φάκτο απαγορευμένες σε αυτούς διότι εκεί περιπολούν πολιτοφυλακές της Χρυσής Αυγής.
Οι ρατσιστικές και αντισημιτικές δηλώσεις πολλαπλασιάζονται, κυρίως από την πλευρά των υψηλά ιστάμενων πολιτικών. Η πρόεδρος της επιτροπής της Βουλής για τα ανθρώπινα δικαιώματα παρομοίασε πρόσφατα τους μετανάστες με τις κατσαρίδες, μέσα στη γενική αδιαφορία. Ο εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής αναφέρθηκε στα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» μέσα στη Βουλή χωρίς αυτό να προκαλέσει καταδίκες.
Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς προστάτευσε την παρουσία στο Συμβούλιο της Ευρώπης της νεοναζί Ελένης Ζαρούλια, η οποία χαρακτήρισε πρόσφατα τους μετανάστες «υπανθρώπους».
Οι δημοσιογράφοι που τα καταγγέλλουν όλα αυτά δέχονται συχνά απειλές.
Απέναντι στην άνοδο του ρατσισμού, του αντισημιτισμού και του νεοναζισμού, οι δημοκρατικοί θεσμοί δυσλειτουργούν ένοχα.
Η αστυνομία, κατ’ αρχάς, παρουσιάζει ένα επίπεδο-ρεκόρ διαφθοράς και έντονη συμπαιγνία με τον νεοναζισμό. Τα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων που φθάνουν στα αστυνομικά τμήματα διατάσσονται να μην καταθέσουν μήνυση και δέχονται απειλές.
Η Δικαιοσύνη, στη συνέχεια: κανένας υπεύθυνος γι’ αυτές τις δηλώσεις και ενέργειες, που αυξάνονται κατακόρυφα, δεν έχει διωχθεί και καμία καταδίκη δεν έχει απαγγελθεί από το 2008.
Η άνοδος αυτή του ρατσισμού εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι, από τον Μάιο, οι νεοναζί δεν γνώρισαν καμία πραγματική ήττα ούτε προσέκρουσαν στα όρια της δημοκρατίας, δρώντας σε πλήρη ατιμωρησία.
Οπως δείχνει το πολύ πρόσφατο παράρτημα της Χρυσής Αυγής στην Ιταλία, το κόμμα αποτελεί παράδειγμα για τα νεοναζιστικά κόμματα και κινήματα στην Ευρώπη, από την Ουγγαρία ως τη Λετονία και από τη Δανία ως την Αυστρία.
Η ΕΕ, και ιδίως η Γερμανία, φέρουν βαριά ευθύνη για την άνθηση του νεοναζισμού στην Ελλάδα.
Δυο ευρωπαϊκά δόγματα δημιουργούν τις συνθήκες γι’ αυτή την άνθηση.
Πρώτον, το δόγμα της λιτότητας που επιβάλλεται κατόπιν έντονης γερμανικής πίεσης οδηγεί σε μια αφόρητη κοινωνική κατάσταση διότι δεν προσφέρει στον λαό, κυρίως στους νέους, κανέναν ορίζοντα πέρα από την αποπληρωμή του χρέους.
Οι περικοπές που επιβάλει η Τρόικα στον προϋπολογισμό για την ασφάλεια έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα την έλλειψη αστυνομικών, αφήνοντας ολόκληρες συνοικίες στο έλεος της Χρυσής Αυγής που αναλαμβάνει την «ασφάλεια» όσων θεωρεί «Ελληνες». Αυτό επιτρέπει στους νεοναζί να εξασφαλίζουν ένα μέρος της εκλογικής τους επιτυχίας.
Δεύτερον, το δόγμα της «Ευρώπης-φρούριο» μεταθέτει τις εισόδους και εξόδους σε ευρωπαϊκό έδαφος στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας. Το δόγμα αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας νίκης της ακροδεξιάς που κατόρθωσε να επιβάλει την απόρριψη της μετανάστευσης ως κυρίαρχη ιδεολογική τάση την ώρα που η Ευρώπη έχει ανάγκη τους μετανάστες.
Αυτό δημιουργεί μια αφόρητη κατάσταση για την Ελλάδα διότι, αν και πολλοί μετανάστες επιθυμούν να καταλήξουν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, είναι αδύνατο να τους χειριστεί η Ελλάδα όσο παραμένει απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση που επιβάλλεται στην Ελλάδα προσφέρεται για κάθε είδους χειραγώγηση από την ακροδεξιά.
Η θέση της Γερμανίας δεν μπορεί παρά να προκαλέσει ερωτηματικά.
Την ώρα που το εθνικό της υπερεγώ, που αποτελείται από τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, εξαφανίζεται σιγά-σιγά μαζί μ’ αυτούς τους τελευταίους, η Γερμανία υπερασπίζεται θέσεις που σπρώχνουν την Ελλάδα, χώρα που γέννησε την ευρωπαϊκή δημοκρατία, στην κατάρρευση και την έξοδο από την ευρωζώνη, ακόμη και την Ευρώπη.
Είναι επείγον να κινητοποιηθούν οι δημοκράτες σε ολόκληρη την Ευρώπη, διότι η Ελλάδα αποτελεί σήμερα την πρώτη γραμμή της μεγάλης μάχης για τη δημοκρατία.
Η ΕΕ, που πρόσφατα τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης, δεν θα ανακάμψει από μια ήττα των δημοκρατών απέναντι στους ορκισμένους εχθρούς τους. Εναποτίθεται στους πολιτικούς ιθύνοντες και στις κοινωνίες να εργαστούν για να ζωντανέψουν το ευρωπαϊκό όνειρο μιας ηπείρου πραγματικά δημοκρατικής, δηλαδή απαλλαγμένης από τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τον νεοναζισμό.
*Ο κ. Benjamin Abtan είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Αντιρατσιστικού Κινήματος (EGAM) που εδρεύει στο Παρίσι