Με 25% ανέργους και με κατακόρυφη αύξηση των ψυχικών διαταραχών και των αυτοκτονιών, πόσο εύκολο είναι σήμερα να είσαι ψυχολόγος; Πόσο ματαιώνεσαι στον ρόλο σου; Πόσο οι προσδοκίες του κοινού για «μια καλή ζωή» είναι συμβατές με αυτά που μπορεί να προσφέρει η άσκηση ενός τέτοιου επαγγέλματος;
«Να μην πονώ». «Να μην υποφέρω». «Να είμαι καλά». Πώς όμως και με τι τίμημα;
Τοτισυμβαίνειμέσαστοπάσχονυποκείμενο ποτέ άλλοτε δεν ήταν συνυφασμένο τόσο στενά με το τι συμβαίνει εκεί-έξω-από-αυτό. Ποτέ άλλοτε η κατάθλιψη, το άγχος και τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα δεν ήσαν τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους από ό,τι είναι σήμερα. Αν ο ψυχολόγος ή ο ψυχοθεραπευτής το αγνοήσεικινδυνεύει να γίνει μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της επίλυσής του.H ιατρικοποίηση του πόνου, το ενδο-ατομικό μοντέλο παροχής βοήθειας μοιάζει φτωχό και ανεπαρκές.
Αν το σχεδόν καθολικό αίτημα «πώς να είμαι καλά» συνδέεται όλο και πιο πολύ και με το «πώς να έχω δουλειά» ή «πώς να μη χάσω αύριο αυτό που έχω σήμερα» τότε γίνεται κατανοητή η δυσκολία στην άσκηση του επαγγέλματος.
H ψυχολογία, το χαϊδεμένο και εν πολλοίς υπερτιμημένο παιδί του 20ού αιώνα, σήμερα μοιάζει και αυτή να ψάχνει και να ψάχνεται, να είναι αντιμέτωπη με σκοπέλους, εμπόδια και διαψεύσεις.
Ενα από τα προβλήματά της, που σταθερά τη συνοδεύουν από τη γέννησή της, είναι ένα είδος παν-ψυχολογισμού. Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του «ολίγον ψυχολόγο». Ουδείς φυσικά διανοείται να ισχυρισθεί το ίδιο για επιστήμες όπως η βιολογία ή τα μαθηματικά.
Υπάρχει μια «φυσική»-«αυθόρμητη» ψυχολογία την οποία ο καθένας ασκεί. Με τη γέννησή του ο καθένας από εμάς καταγράφει, παρατηρεί, ερμηνεύει, διαμορφώνει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τα εξωτερικά ερεθίσματα και τις εσωτερικές του ανάγκες. Λειτουργεί δηλαδή όπως και ένας ψυχολόγος. Η ψυχολογία αυτή διαφέρει από την «επιστήμη» όσο και η αστρολογία από την αστρονομία. Κι όμως, η συνεχής παρείσφρηση μιας «καθημερινής», μεστής αντιφάσεων, υπεραπλουστεύσεων, μη διαψεύσιμων στοιχείων, στον χώρο μιας ψυχολογίας που επιδιώκει να είναι επιστημονική – δηλαδή να στηρίζεται στην αναζήτηση της απόδειξης και τη διατύπωση καθολικών νόμων – γεννά αναπόφευκτα αμηχανία και σύγχυση.
Η κρίση ευνοεί την ενδυνάμωση της παν-ψυχολογίας και ίσως και της «παρα-ψυχολογίας». Οι συμβουλές για το πώς να είμαστε καλά, πώς να τη βγάλουμε καθαρή, πώς να την παλέψουμε, προφανώς κάθε άλλο παρά έχουν αποκλειστικούς αποδέκτες, τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Φίλοι, συνάδελφοι, καφετζούδες, αστρολόγοι, μπάρμεν και μπαργούμεν, ιερείς, εραστές, χαρτορίχτρες. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που κερδίζεται μια ανακούφιση από ένα δυσβάσταχτο σύμπτωμα. Η αίσθηση ότι κάποιος σε άκουσε και κάτι μοιράστηκες μαζί του. Αλλωστε το μοίρασμα καλλιεργείται και από μια ολόκληρη μιντιακή βιομηχανία. Tweets, facebook, ριάλιτι σόου, διαδραστικές εκπομπές αναλαμβάνουν τον πόνο, τη μοναξιά σου και το μοίρασμα της εμπειρίας σου. Αναλαμβάνουν δηλαδή να επιχειρήσουν να κάνουν ό,τι υποτίθεται κάνει και ένας επαγγελματίας ΨΥ.
Αλλωστε η «αναζήτηση του εαυτού» στην κοινωνία του θεάματος του 20ού αιώνα ήταν μία από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις. Ενας εαυτός-προϊόν, εύπεπτος, καταναλώσιμος-χειραγωγήσιμος, και ο πόνος μια υπόθεση διεκπεραιώσιμη.
Τι γίνεται όμως όταν η ατομική οδύνη συμπορεύεται, όπως σήμερα, με την κοινωνική; Tι γίνεται όταν η κοινωνική οδύνη τροφοδοτεί την ατομική απόγνωση και την απελπισία;
Η «ψυχολογία του κοινού νου» αρέσκεται σε έναν σκοτεινό μηχανισμό στον οποίο συχνά μετέχει και η «επιστημονική» ψυχολογία. Το όνομά του, «ψυχολογιοποίηση». Η ιδεοληψία στη θέση της γνώσης. Ο ψυχολογισμός δηλώνει τη γενικευμένη τάση να ανάγονται όλα τα ανθρώπινα ζητήματα σε ψυχολογικούς λόγους, συγκαλύπτοντας τον συγκρουσιακό χαρακτήρα μιας κατάστασης, για να επικεντρωθεί στα ψυχολογικά γνωρίσματα των υποκειμένων. Ετσι, με ταχυδακτυλουργική άνεση και μαεστρία, ο άνεργος γίνεται ένα άτομο με «αδύναμο εγώ», ο μετανάστης κάποιος που «πάσχει από αδυναμία προσαρμογής», οι αγανακτισμένοι βαφτίζονται «ανώριμοι», οι οπαδοί του Ομπάμα στην Αμερική (για να ξεφύγουμε λίγο από τα δικά μας) τοξικο-εξαρτημένοι!
Δεν πρόκειται για «ατύχημα» ούτε για «κενό στη λογική» των ατόμων στην προσπάθειά τους να αντιληφθούν και να εξηγήσουν την πραγματικότητα. Ο ψυχολογισμός εκφράζει μια στρατηγική συμμόρφωσης προς την εκάστοτε εξουσία. Μέσα από μια διχοτόμηση ατόμου και κοινωνίας το άτομο μελετάται σαν αν-ιστορικό, α-κοινωνικο ον, του οποίου τα πάθη αποσυνδέονται τεχνικά από το κοινωνικό πλαίσιο.
Σε μια τέτοια σκοτεινή εποχή, με παγιδευμένη και εμποδισμένη την ελπίδα, με εντεινόμενη εξαθλίωση, το άτομο ασφυκτιά. Κι όμως, ίσως όχι άδικα, ονόμασαν την ψυχολογία, ελπίδα κάθε επιστήμης. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; ‘H μάλλον, τι θα άξιζε να σηματοδοτεί μια τέτοια διατύπωση; Οχι βέβαια την επιστήμη εκείνη που δανειζόμενη τον εργαλειακό ορθολογισμό των ημερών μας υπόσχεται «άμεσες λύσεις», που δεν θεραπεύει αλλά χειρίζεται, που δεν κατανοεί αλλά ελέγχει, κατηγοριοποιεί και καταγγέλλει, που απομονώνει το σύμπτωμα από τον περίγυρο. Η ελπίδα δεν μπορεί και δεν αξίζει να έχει σχέση με όλα αυτά.
Κοντολογίς, η ίδια η ψυχολογία έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα να σταθεί στο πλευρό ενός προβληματισμένου με τη ζωή του σήμερα ανθρώπου. Μαζί, πλάι του και όχι απέναντί του έχει τη δυνατότητα, η ψυχολογία, να επινοήσει τρόπους αρωγής ενός πάσχοντος υποκειμένου και όχι ενός πάσχοντος συστήματος.
Η κρίση και οι απώλειες ανοίγουν και έναν δρόμο επαναξιολόγησης των δεδομένων της ύπαρξής μας. Εναν δρόμο εκπαίδευσης στην ελευθερία από κάθε λογής θανατηφόρους καταναγκασμούς. Και εδώ ο ρόλος της ψυχολογίας μπορεί να είναι σημαντικός. Σημαντικός στην κατεύθυνση της γνώσης του ανθρώπου. Του ανθρώπου που συλλογίζεται, που θυμάται, που μαθαίνει· του ανθρώπου που φοβάται, που επιθυμεί. Που σε πείσμα όλων των καιρών εξακολουθεί να ονειρεύεται και να φαντασιώνει ότι μια άλλη ζωή είναι εφικτή.
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.