«Η Ελλάδα αλλάζει» είπε μετά τη χθεσινή σύνοδο κορυφής η Αγκελα Μέρκελ μιλώντας με θετικό τόνο για τη χώρα. Τώρα, που είδε την αλλαγή, είναι ένα θέμα: ουδέποτε της ειπώθηκε από ελληνική κυβέρνηση εδώ και χρόνια κάτι διαφορετικό από εκείνο που ήθελε να ακούσει. Από αυτή την άποψη, ουδέν άλλαξε.
Αν πάλι εννοεί την αποτελεσματικότητα, δηλαδή το «ναι» που της λένε να γίνεται και πράξη, ως προς αυτό, ίσως είναι λίγο νωρίς για να βγάλει τέτοια συμπεράσματα. Θα πρέπει να περιμένει. Φυσικά, το μόνο σίγουρο είναι ότι η Μέρκελ ξέρει. Και ξέρει πολύ καλά. Απλώς, αυτή τη στιγμή, σε αυτή την ισορροπία, της είναι χρήσιμο να λέει αυτό που λέει: η Ελλάδα δεν έχει αντιστάσεις , έχουν πλέον καμφθεί, ενώ η Γερμανία εκτιμά τώρα ότι έχει πιο πολλά να χάσει από όσα έχει να κερδίσει με μια ελληνική έξωση. Αυτές οι δύο παράμετροι, αφενός η πλήρης συμμόρφωση και αφετέρου ο υπολογισμός του ρίσκου, οδηγούν αθροιστικά στις καλές κουβέντες, που, όμως, δεν έρχονται «τζάμπα».
Σε αυτά τα χρόνια της κρίσης και της διαρκούς «διαπραγμάτευσης», από την αρχή μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν υπήρξε ένα (1) σημείο στο οποίο η οποιαδήποτε από τις ελληνικές κυβερνήσεις «διαπραγματεύθηκαν», να καταφέρει να «περάσει» τη θέση της. Ακούσαμε εκατοντάδες φορές για κόκκινες γραμμές, που τις είδαμε, όλες ανεξαιρέτως, να καταλήγουν στο ξεβαμμένο ροζ μετά το πλύσιμο σε υψηλή θερμοκρασία στο γερμανικό πλυντήριο.
Ας μην κοροιδευόμαστε λοιπόν: το τελευταίο διάστημα, η Ελλάδα είπε για μια ακόμα φορά ένα απόλυτο «ναι σε όλα». Για να δικαιολογήσει τη στάση της, η οποία αποκλίνει κατά πολύ από τις προεκλογικές της θέσης ενώ βρίσκεται σε… άλλο γαλαξία από εκείνα που ο πρωθυπουργός έλεγε πριν από ενάμιση χρόνο, η κυβέρνηση επικαλείται την ανάγκη εθνικής σωτηρίας της χώρας. Και ίσως και να έχει δίκιο: στο τέλος τέλος, πρωθυπουργός είναι, ψηφίστηκε, έχει την ευθύνη έναντι της χώρας, του λαού και της ιστορίας.
Υπάρχουν όμως δύο ερωτήματα: το πρώτο, είναι, αφού θα καταλήγαμε στο τόσο απόλυτο «ναι σε όλα» γιατί έπρεπε να περάσουμε από όλα αυτά που περάσαμε και δεν πήγαινε έτσι από την αρχή;
Και, το δεύτερο, πολύ πιο επώδυνο ερώτημα: άραγε, τι έρχεται μετά το «ναι σε όλα»; Γιατί οι Γερμανοί δεν πρόκειται να αλλάξουν θέση: τα χαμόγελα, οι αγκαλιές, ο «Φούχτελος» και όλα τα συναφή, αυτές οι όψιμες γλυκιές κουβέντες, θα πρέπει τώρα να δικαιωθούν: δεν μας τα μοίρασαν τζάμπα. Και η ώρα, πλησιάζει…