Πολλοί βλέπουν την Ανγκελα Μέρκελ σαν τη μη εστεμμένη βασίλισσα της Ευρώπης. Οταν ρωτά κάποιος από πού αντλεί η γερμανίδα καγκελάριος την εξουσία της προσκρούει σε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της δράσης της: τη σχεδόν μακιαβελική ευελιξία της. Ο ηγεμόνας, κατά τον Νικολό Μακιαβέλι, πρέπει να τηρήσει μόνο τότε την πολιτική υπόσχεση που έδωσε χθες, αν αυτό του δίνει πλεονεκτήματα σήμερα. Αν αυτό το μεταθέσουμε στο παρόν, το ύψιστο πρόσταγμα είναι: Μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα το αντίθετο απ’ ό,τι εξήγγειλε χθες, αν αυτό αυξάνει τις πιθανότητες νίκης του στις επόμενες εκλογές.
Για πολύ καιρό, η Μέρκελ αγωνιζόταν για την επιμήκυνση του χρόνου λειτουργίας των γερμανικών εργοστασίων παραγωγής ατομικής ενέργειας, αγνοώντας επιδεικτικά το διαφαινόμενο κλείσιμό τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Υστερα, μετά την καταστροφή των πυρηνικών αντιδραστήρων στη Φουκουσίμα, πραγματοποίησε την έξοδο από την πυρηνική ενέργεια και την είσοδο στην Ευρώπη. Από τότε αποδεικνύεται μαέστρος στη διάσωση της τελευταίας στιγμής. Χθες έλεγε για τα ευρωομόλογα: «Οχι όσο θα ζω». Σήμερα αφήνει τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να αναζητεί μια παρακαμπτήριο έξοδο, γι’ αυτό και ανέχεται πιστώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε καταρρέουσες τράπεζες και καταρρέοντα κράτη, οι οποίες τελικά, στην περίπτωση της περίπτωσης, θα πρέπει να πληρωθούν και από τον γερμανό φορολογούμενο.
Η πολιτική συγγένεια της Μέρκελ και του Μακιαβέλι –το μοντέλο Μερκιαβέλι, όπως το ονομάζω –στηρίζεται γενικά σε τέσσερις αλληλοεπηρεαζόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες συνιστώσες:
Πρώτον: Η Γερμανία είναι η πλουσιότερη και οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Λόγω της χρηματιστικής κρίσης εξαρτώνται όλες οι χρεωμένες χώρες από την προθυμία των Γερμανών να εγγυηθούν για τις αναγκαίες πιστώσεις. Αυτό είναι βέβαια, υπό το πρίσμα της εξουσίας, πεζό και δεν συνιστά ακόμα τον μερκελικό μακιαβελισμό. Αυτός συνίσταται στο γεγονός ότι δεν τοποθετείται με το μέρος κανενός στη λυσσαλέα σύγκρουση μεταξύ ευρωπαϊστών και ορθόδοξων εθνικιστών –ή, ακριβέστερα: ότι αφήνει ανοικτές για τον εαυτό του δύο διαμετρικά αντίθετες επιλογές. Η καγκελάριος δεν είναι αλληλέγγυα ούτε με τους Ευρωπαίους (στο εσωτερικό και το εξωτερικό), που ζητούν επιτέλους δεσμευτικές γερμανικές υποσχέσεις, ούτε με τη φράξια των ευρωσκεπτικιστών, οι οποίοι αποκρούουν κάθε βοήθεια. Η Μέρκελ συνδέει πάντα –και αυτή είναι η μακιαβελική ιδιοτυπία –την ετοιμότητα της Γερμανίας για πιστώσεις με την προθυμία των χρεωμένων χωρών να αποδεχθούν τους όρους της γερμανικής πολιτικής για δημοσιονομική σταθερότητα. Αυτό είναι η πρώτη αρχή της Μερκιαβέλι: Οταν πρόκειται για βοήθεια προς τις υπερχρεωμένες χώρες, η θέση της είναι ούτε ένα καθαρό «ναι» ούτε ένα ξεκάθαρο «όχι», αλλά ένα χαρτοπαικτικό «Οχι-ναι».
Δεύτερον: Πώς μπορεί να λυθεί στην πολιτική πράξη αυτή η παράδοξη θέση; Ο Μακιαβέλι θα προέβαλλε σε αυτό το σημείο τη virtù, δηλαδή την επιμέλεια, την πολιτική ενάργεια και την ενεργητικότητα. Εδώ προσκρούουμε σε μια άλλη μακιαβελική ιδιοτυπία: Η δύναμη της Μερκιαβέλι στηρίζεται στην παρόρμηση να μην κάνει τίποτε, στην τάση να μη δράσει ακόμα, στον δισταγμό. Αυτή η τέχνη του στοχευμένου δισταγμού, το μείγμα από αδιαφορία, άρνηση της Ευρώπης και ταυτόχρονα ευρωπαϊκή στράτευση είναι η πηγή της γερμανικής ισχύος στην από την κρίση ταλαιπωρούμενη Ευρώπη.
Δισταγμός ως τακτική τιθάσευσης –αυτή είναι η μέθοδος της Μερκιαβέλι. Το αναγκαστικό μέσο δεν είναι η επιθετική εισβολή του γερμανικού χρήματος, αλλά το αντίθετο: η απειλούμενη αποχώρησή του, η καθυστέρηση και η απόρριψη των πιστώσεων. Αν η Γερμανία αρνηθεί τη συγκατάθεσή της, είναι αναπόφευκτη η καταστροφή των χρεωμένων χωρών. Υπάρχει λοιπόν μόνο ένα πράγμα που είναι χειρότερο για κάποιον από το να σαρωθεί από το γερμανικό χρήμα: να μη σαρωθεί από αυτό.
Υπάρχουν βέβαια πολλοί λόγοι που επιβάλλουν δισταγμό –η παγκόσμια κατάσταση είναι τόσο πολύπλοκη που να μην μπορεί κανείς να τη συλλάβει πραγματικά -, συχνά μένει μόνο η επιλογή μεταξύ εμφανώς επικίνδυνων εναλλακτικών λύσεων. Οι λόγοι όμως αυτοί δικαιολογούν ταυτόχρονα και τον δισταγμό ως στρατηγική της εξουσίας. Η Ανγκελα Μέρκελ έχει τελειοποιήσει ενδιάμεσα τη μορφή της αθέλητης κυριαρχίας, η οποία νομιμοποιείται με τον ακάθιστο ύμνο της αποταμίευσης. Το φαινομενικά απόλυτα απολιτικό, δηλαδή η στρατηγική της άρνησης –να μη γίνει κάτι, να μην πραγματοποιηθούν επενδύσεις, να μη διατεθούν πιστώσεις και χρήματα -, αυτό το συχνά εφαρμοζόμενο «όχι» είναι ο κεντρικός μοχλός της οικονομικής δύναμης της Γερμανίας στην Ευρώπη του χρηματιστικού ρίσκου.
Η νέα γερμανική δύναμη στην Ευρώπη θεμελιώνεται λοιπόν όχι όπως σε παλαιότερες εποχές στη βία ως ultima ratio (σ.σ.: τελική αιτία). Δεν χρειάζεται όπλα, για να επιβάλει σε άλλα κράτη τη θέλησή της. Επομένως, τα λεγόμενα περί ενός «Δ’ Ράιχ» αποτελούν παραλογισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο η οικονομικά θεμελιωμένη δύναμη είναι πολύ πιο ευκίνητη: δεν χρειάζεται να εισβάλει πουθενά και όμως είναι πανταχού παρούσα.
Τρίτον: Ετσι επιτυγχάνεται το φαινομενικά αδύνατο, ήτοι η σύνδεση της εθνικής εκλογιμότητας με τον ρόλο του ευρωπαίου αρχιτέκτονα. Αυτό σημαίνει όμως επίσης: όλα τα μέτρα για τη σωτηρία του ευρώ και της Ευρώπης πρέπει κατ’ αρχάς να περάσουν επιτυχώς το τεστ καταλληλόλητας στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής –το αν δηλαδή εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Γερμανίας και την ισχύ της Μέρκελ. Οσο περισσότερο κριτικά βλέπουν οι Γερμανοί την Ευρώπη, όσο στενότερα περικυκλωμένοι αισθάνονται από τις προβληματικές χώρες, που θέλουν να βάλουν χέρι στο γερμανικό πορτοφόλι, τόσο δυσκολότερο θα γίνεται αυτό το σπαγκάτο. Σε αυτό το πρόβλημα η Μερκιαβέλι έχει απαντήσει με το ατού «γερμανική Ευρώπη», το οποίο ενίοτε παίρνει όλα τα φύλα.
Στην εσωτερική πολιτική, η καγκελάριος κατευνάζει τους Γερμανούς, οι οποίοι αγωνιούν για τη σύνταξή τους, το σπιτάκι τους ή το οικονομικό τους θαύμα, τονίζοντας με προτεσταντική αυστηρότητα την πολιτική του «Οχι σε δόσεις» και αναδεικνυόμενη έτσι σε δασκάλα της Ευρώπης. Ταυτόχρονα επωμίζεται στην εξωτερική πολιτική «ευρωπαϊκή ευθύνη» προσδένοντας τις ευρωχώρες σε μια πολιτική του μικρότερου δυνατού κακού. Το δόλωμά της είναι: Καλύτερα ένα γερμανικό ευρώ, παρά κανένα ευρώ.
Ετσι, η Μέρκελ αποδεικνύεται και από άλλη άποψη ως επιμελής μαθήτρια του Μακιαβέλι: είναι καλύτερo «να είσαι αγαπητός ή να σε φοβούνται;», ρωτά αυτός στο κλασικό του έργο «Ο Ηγεμόνας». «Η απάντηση είναι ότι θα πρέπει να επιδιώκει και τα δύο. Δεδομένου όμως ότι είναι δύσκολο να έχει κανείς μαζί και τα δύο, είναι πολύ πιο ασφαλές να είναι φόβητρο, παρά αγαπητός, εφόσον είναι μόνο το ένα δυνατό». Η Μέρκελ εφαρμόζει επιλεκτικά αυτή την αρχή: στο εξωτερικό θέλει να τη φοβούνται, στο εσωτερικό να την αγαπούν –ίσως επειδή κάνει το εξωτερικό να τη φοβάται.
Τέταρτο: Η Μέρκελ θέλει να υπαγορεύσει, ή μάλλον να επιβάλει, στους εταίρους αυτό που ισχύει ως μαγική φόρμουλα στη Γερμανία για την οικονομία και την πολιτική. Η γερμανική κατηγορική επιταγή λέγεται: Αποταμίευε! Κάνε οικονομία στην υπηρεσία της σταθερότητας. Στην πολιτική πραγματικότητα όμως, η διαβόητη αποταμίευση της επαρχιώτισσας νοικοκυράς από το Σβάμπεν αποκαλύπτεται σύντομα ως δραματική περικοπή των μέσων για συντάξεις, Παιδεία, έρευνα, υποδομές και πάει λέγοντας. Εχουμε να κάνουμε με έναν θεόσκληρο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος ενσωματώνεται τώρα και στο Σύνταγμα της Ευρώπης –και μάλιστα πίσω από την πλάτη της (αδύναμης) ευρωπαϊκής δημοσιότητας.
Αυτές οι τέσσερις συνιστώσες του μερκιαβελισμού –η σύνδεση της ορθοδοξίας των εθνικών κρατών με την αρχιτεκτονική της Ευρώπης, η τέχνη του δισταγμού ως εργαλείο πειθάρχησης, η προτεραιότητα της εθνικής εκλογιμότητας και η γερμανική κουλτούρα της σταθερότητας –ενδυναμώνονται αμοιβαία και σχηματίζουν τον πυρήνα ισχύος της γερμανικής Ευρώπης. Αλλά και για τη necessità του Μακιαβέλι, δηλαδή την ιστορική κατάσταση ανάγκης, στην οποία ο ηγεμόνας πρέπει να μπορεί να αντιδράσει, υπάρχει κάτι παράλληλο και στη Μέρκελ: «Ο φιλικός ηγεμόνας» Γερμανία, για τον οποίο έκανε διαφήμιση ο εκδότης της «Welt» Τόμας Σμιτ, αισθάνεται αναγκασμένος να βάλει πάνω από το νομικά απαγορευμένο εκείνο που του υπαγορεύει ο κίνδυνος. Στο όνομα της επέκτασης της γερμανικής αποταμίευσης σε ολόκληρη την Ευρώπη, μπορούν, σύμφωνα με τη Μερκιαβέλι, να χαλαρωθούν ή να παραβιαστούν οι δημοκρατικοί κανόνες.
Συγχρόνως γίνεται σαφές ότι η ανέλιξη της Γερμανίας σε καθοδηγητική δύναμη της «γερμανικής Ευρώπης» δεν είναι το αποτέλεσμα ενός μυστικού, με τακτική και πανουργία σχεδιασμένου στρατηγικού πλάνου. Δημιουργήθηκε αντίθετα –τουλάχιστον στην αρχή –μάλλον αθέλητα και ασχεδίαστα, ήταν το αποτέλεσμα της χρηματιστικής κρίσης και της προεξόφλησης της καταστροφής. Στη συνέχεια ωστόσο, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς βλέποντας τα διαδοχικά γεγονότα, άρχισε ένα στάδιο συνειδητού σχεδιασμού. Η καγκελάριος ανακάλυψε στην κρίση την occasione της, την «εύνοια της στιγμής». Με ένα συνδυασμό από fortuna και μερκιαβελική virtù πέτυχε να εκμεταλλευθεί την ιστορική ευκαιρία και να αποκομίσει από αυτή οφέλη τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πολιτική.
Η μέθοδος Μερκιαβέλι θα μπορούσε βέβαια να προσκρούσει βαθμιαία στα όριά της, δεδομένου ότι η γερμανική πολιτική της αποταμίευσης δεν έχει ως τώρα να επιδείξει καμία επιτυχία –το αντίθετο μάλιστα: Η κρίση χρέους απειλεί τώρα και την Ισπανία, την Ιταλία και σύντομα ίσως και τη Γαλλία. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, το κέντρο των κοινωνιών απειλείται με υποβάθμιση, και ως τώρα δεν φαίνεται φως στο τέλος του τούνελ. Η δύναμη, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, θα μπορούσε να προκαλέσει τον σχηματισμό «αντιδύναμης». Γεγονός είναι πάντως ότι η Ανγκελα Μέρκελ έχασε ήδη έναν σημαντικό της σύμμαχο, τον Νικολά Σαρκοζί. Από τότε που ανέλαβε την προεδρία της Γαλλίας ο Φρανσουά Ολάντ ο συσχετισμός δυνάμεων έχει αλλάξει αισθητά εις βάρος της. Οι εκπρόσωποι των χρεωμένων χωρών θα μπορούσαν να συμπράξουν με τους ευρωπαϊστές στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη για να αναπτύξουν μια εναλλακτική λύση προς τη συχνά λαϊκίστικη πολιτική της Μέρκελ.
Και ένα άλλο σενάριο είναι δυνατό: Η πιθανή μονομαχία μεταξύ της διστακτικής Ανγκελα Μερκιαβέλι και του παθιασμένου ρουά-ματ-σκακιστή Πέερ Στάινμπρουκ, ο οποίος θέλει να παίξει τον ρόλο ενός ευρωπαϊστή Βίλι Μπραντ. Αν η φόρμουλα της επιτυχίας του Μπραντ ήταν η «αλλαγή μέσω προσέγγισης», η φόρμουλα του Στάινμπρουκ θα μπορούσε να είναι: περισσότερη ελευθερία, περισσότερη κοινωνική ασφάλεια, περισσότερη δημοκρατία –μέσω της Ευρώπης. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει, ανέλπιστα, έναν πλειοδοτικό ανταγωνισμό μεταξύ δύο ευρωπαϊστών: Ή θα επιτύχει ο Στάινμπρουκ να κάνει ευρωπαϊκό ματ στη Μερκιαβέλι ή θα νικήσει η τελευταία επειδή θα έχει ανακαλύψει την ισχύ της ευρωπαϊκής ιδέας και θα γίνει, αλλαξοπιστώντας, η ιδρύτρια των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Ούτως ή άλλως η Γερμανία βρίσκεται μπροστά στην απόφαση για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη της Ευρώπης. Εχει γίνει πλέον πολύ ισχυρή για να έχει την πολυτέλεια να αποφύγει κάθε απόφαση.

Ούλριχ Μπεκ
Στον αστερισμό της «Γερμανικής Ευρώπης»

Ο 68χρονος κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ διδάσκει στο βρετανικό πανεπιστήμιο London School of Economics και στο αμερικανικό Harvard University. Το βιβλίο του «Κοινωνία του ρίσκου» τον έκανε παγκόσμια γνωστό και ανακηρύχθηκε από την International Sociological Association (ISA) σε ένα από τα είκοσι σημαντικότερα κοινωνιολογικά έργα του 20ού αιώνα. Το τελευταίο του βιβλίο, στο οποίο αναπτύσσει τις θέσεις του παραπάνω δοκιμίου, κυκλοφόρησε χθες από τον εκδοτικό οίκο Suhrkamp Verlag. Ο τίτλος του βιβλίου, «Η γερμανική Ευρώπη. Τα νέα τοπία της δύναμης στον αστερισμό της κρίσης».
Το δοκίμιο που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα» δημοσιεύεται επίσης κατά αποκλειστικότητα σε λίγα μεγάλα ευρωπαϊκά έντυπα, όπως το γερμανικό «Spiegel», ο γαλλικός «Le Monde» και η ισπανική «El Pais».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ