Το Βήμα, The New York Times

Όλοι γνωρίζουν πια το πώς ο Μιτ Ρόμνεϊ, απευθυνόμενος σε δωρητές στη Μπόκα Ρατόν, ένιψε τας χείρας για την τύχη του μισού πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής – το 47% που δεν έχει χρεωστικό υπόλοιπο στην φορολογία εισοδήματος – διακηρύσσοντας ότι «Δουλειά μου δεν είναι να ανησυχώ για αυτούς τους ανθρώπους. Ποτέ δεν θα τους πείσω ότι πρέπει να αναλάβουν οι ίδιοι την προσωπική ευθύνη για τη ζωή τους». Και πολλοί γνωρίζουν πια, ότι η πλειοψηφία αυτού του 47% δεν είναι «παράσιτα».

Πρόκειται για εργαζόμενες οικογένειες που φορολογούνται καθώς και για ηλικιωμένους ή για Αμερικανούς με ειδικές ανάγκες. Ιδού το ερώτημα: Θα έπρεπε να πιστέψουμε ότι ο Ρόμνεϊ και το κόμμα του θα άλλαζαν γνώμη για αυτό το 47% αν μάθαιναν ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτού, είναι ή υπήρξαν σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, που έχουν ήδη «αναλάβει την ευθύνη για τη ζωή τους»; Η απάντηση είναι «όχι».

Επειδή η πραγματικότητα είναι ότι το σύγχρονο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν τρέφει και πολύ σεβασμό για τους ανθρώπους που εργάζονται για άλλους ανθρώπους, ανεξαρτήτως του πόσο καλά ή πιστά κάνουν τη δουλειά τους. Όλη η προσοχή του κόμματος στρέφεται σε αυτούς που δημιουργούν θέσεις εργασίας, δηλαδή τους εργοδότες και τους επενδυτές.

Οι ηγετικές μορφές του κόμματος δυσκολεύονται ακόμη και να προσποιηθούν ότι ενδιαφέρονται για τις καθημερινές οικογένειες εργαζομένων – οι οποίες συνιστούν και την πλειοψηφία των Αμερικανών. Υπερβάλλω; Ας αναλογιστούμε το μήνυμα στο Twitter που έστειλε ο επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Έρικ Κάντορ, την ημέρα του εορτασμού της Labor Day (Ημέρα της Εργασίας) – μίας γιορτής που τιμά συγκεκριμένα την εργασία.

Παραθέτω ολόκληρο το περιεχόμενό του: «Σήμερα, τιμούμε εκείνους που πήραν το ρίσκο, εργάστηκαν σκληρά, έφτιαξαν μια επιχείρηση και κατάφεραν να επιτύχουν».

Μάλιστα, την ημέρα που υποτίθεται ότι τιμάμε τους εργαζομένους, ο Κάντορ έπλεξε το εγκώμιο των αφεντικών τους. Ας αναλογιστούμε και την ομιλία αποδοχής του χρίσματος του Ρόμνεϊ στο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Τί είχε να πει για τους αμερικανούς εργαζομένους; Βασικά, τίποτε. Οι λέξεις «εργαζόμενος» ή «εργαζόμενοι» δεν βγήκαν ποτέ από το στόμα του. Σε αντίθεση με την αντίστοιχη ομιλία του προέδρου Ομπάμα μία εβδομάδα αργότερα, η οποία έδινε μεγάλη έμφαση στους εργαζομένους – ειδικά, αλλά όχι μόνο, στους εργαζομένους που ωφελήθηκαν από τη διάσωση της αυτοκινητοβιομηχανίας. Και όταν ο Ρόμνεϊ εξύμνησε τις ευκαιρίες που προσφέρει η Αμερική στους μετανάστες, αναφέρθηκε σε εκείνους που έρχονται αναζητώντας «την ελευθερία να δημιουργήσουν μία επιχείρηση».

Και τί γίνεται με όσους ήρθαν εδώ όχι για να ιδρύσουν μία επιχείρηση αλλά για να ζήσουν έντιμα; Αυτοί δεν είναι άξιοι αναφοράς. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, ότι η περιφρόνηση των Ρεπουμπλικάνων για τους εργαζομένους δεν περιορίζεται στη ρητορική. Είναι βαθιά ριζωμένη στις πολιτικές προτεραιότητες του κόμματος. Είναι γενικευμένη η πεποίθηση στη Δεξιά ότι η φορολόγηση των εργαζόμενων Αμερικανών είναι πολύ χαμηλή. Η Wall Street Journal περιέγραψε τους χαμηλού εισοδήματος εργαζομένους, των οποίων ο μισθός εμπίπτει στο αφορολόγητο όριο ως «τυχεράκηδες».

Αυτό που χρειάζεται μείωση, υποστηρίζει η Δεξιά, είναι η φορολόγηση των κερδών των επιχειρήσεων, του κεφαλαίου, των μερισμάτων από μετοχές και των πολύ υψηλών εισοδημάτων – δηλαδή, οι φόροι που επιβάλλονται στους επενδυτές και τα διευθυντικά στελέχη, όχι στους καθημερινούς εργαζομένους. Η ουσία είναι ότι αυτό που συνέβη στη Μπόκα Ρατόν δεν ήταν μία γκάφα ολκής. Ήταν ένα παράθυρο όπου φάνηκαν οι πραγματικές απόψεις αυτού που έγινε ένα κόμμα των πλουσίων, από τους πλούσιους και για τους πλούσιους, ένα κόμμα που θεωρεί ότι εμείς οι υπόλοιποι δεν αξίζουμε ούτε ένα πρόσχημα σεβασμού.