Υπάρχουν λέξεις που τα λένε όλα. Σαν εκείνες που χρησιμοποίησε την Παρασκευή η Κριστίν Λαγκάρντ στη σύνοδο του Eurogroup στη Λευκωσία: κακή διεθνής διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα, μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, επιμήκυνση. Λόγια που μέχρι τότε θεωρούνταν ταμπού, το γκρέμισμα των οποίων επέφερε στο δράστη ψόγο και χλευασμό από τους υπερασπιστές των μνημονίων.
Οι δηλώσεις της επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ανατρέπουν όντως τα πάντα. Μέχρι την Πέμπτη ίσχυε μια αδιαπραγμάτευτη ακολουθία των γεγονότων: Πρώτα θα ψήφιζε η ελληνική Βουλή το νέο πρόγραμμα περικοπών του προϋπολογισμού κατά 11,7 δισεκατομμύρια ευρώ, ύστερα θα έπρεπε να αρχίσει να το υλοποιεί «κατά πειστικό τρόπο» και μόνο μετά θα μπορούσε να γίνει κουβέντα μεταξύ της Αθήνας και της τρόικας για πιθανή επιμήκυνση.
Λίγες λέξεις της κ.Λαγκάρντ έφτασαν λοιπόν για να φέρουν τα πάνω κάτω. Το ερώτημα από τότε δεν είναι πλέον, αν θα έρθει η επιμήκυνση, αλλά αν αυτή θα συνοδευτεί και από άλλα μέτρα, που θα επιταχύνουν την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Έτσι κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το οικοδόμημα του τρόμου που είχε κτισθεί τους τελευταίους μήνες γύρω από την Ελλάδα με στόχο να εξαναγκάσει τους πολιτικούς της να πουν «ναι» στη μετατροπή της χώρας σε οικονομικό «προτεκτοράτο».
Ταυτόχρονα επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε ποτέ μια κεντρικά κατευθυνόμενη στρατηγική της grexit. Οι εκβιασμοί, όσο φρικτοί και να ήταν, απέβλεπαν στη «συμμόρφωση» των απείθαρχων, ή μάλλον «ανίκανων» πολιτικών, όχι στην αποβολή της χώρας από τη νομισματική ένωση.
Αυτό επιβεβαιώνει επίσης, ότι το όλο σύστημα «σωτηρίας» της Ελλάδας δεν είχε βασικά οικονομικά, αλλά πολιτικά κριτήρια. Τα πακέτα βοήθειας Ι και ΙΙ είχαν ως στόχο την «αγορά χρόνου», εντός του οποίου θα έπρεπε να βρεθούν λύσεις για τα προβλήματα των μεγάλων χωρών της ευρωζώνης και γενικότερα του ευρώ. Η οικονομική αξία τους ήταν μηδαμινή. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ γελούσαν, σύμφωνα με ανώτατο γερμανό αξιωματούχο, όταν τους ανατέθηκε η αποστολή, να εκπονήσουν το πρόγραμμα, που θα κατέβαζε το ελληνικό κρατικό χρέος στο 120,7% (!) το 2020. «Έλεγαν ότι τέτοιοι υπολογισμοί είναι αστείοι, δεν γίνονται, αντίκεινται σε κάθε οικονομική λογική» θυμάται.
Παρόλα αυτά, σαν καλοί υπάλληλοι, το έκαναν. Όπως θα το κάνουν τώρα και οι οικονομολόγοι της τρόικας, οι οποίοι, όπως αποκαλύπτει το περιοδικό «Der Spiegel», θα υπολογίσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους με τρόπο – αλλάζοντας κατά το δοκούν τις οικονομικές παραμέτρους – που θα επιτρέψει στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο να πουν χωρίς πολιτικό κόστος «ναι» στην επιμήκυνση.
Αυτό που έκανε την επικεφαλής του ΔΝΤ να δει ξαφνικά «φως», δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο. Μια εξήγηση είναι ότι επικοινωνεί επιτυχώς με τα Θεία, μια άλλη, ότι ενόψει του γεγονότος, ότι πλησίαζε ακάθεκτα η μέρα, που η τρόικα θα έδινε το πράσινο φως στην εκταμίευση της επόμενης δόσης των 31,7 δισ., δεν ήθελε να είναι η τελευταία που θα έβγαινε να το πει. Βγαίνοντας ως πρώτη μπορεί έτσι να εμφανίζεται όχι μόνο ως «ανατρεπτική», αλλά και ως άσος της ρεάλ-πολιτίκ, που λέει τα σωστά πράγματα τη σωστή στιγμή.
Ανεξήγητη είναι, αντίθετα, η στάση των εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης: Αυτοί βλέπουν το «θαύμα» και δεν το πιστεύουν. Ο έμφυτος φόβος της έξωσης τους τυφλώνει. Έτσι αδυνατούν να καταλάβουν τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονταν παλιά. Και παραβλέπουν τη νέα, ασύγκριτα πιο ευνοϊκή γι αυτούς πολιτική συγκυρία. Με αποτέλεσμα να δίνουν και τα τελευταία ρέστα τους – αντί να προσπαθούν να ξανακερδίσουν κάποια από τα χαμένα.