H αβεβαιότητα και η κρίση εμπιστοσύνης συγκρατούν τους ξένους επενδυτές και την εγχώρια ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι τράπεζες πληγωμένες από την ύφεση και το PSI αποφεύγουν την ανάληψη κινδύνου. Συρρίκνωση 7% του ΑΕΠ για πέμπτη χρονιά. Ανεργία στο 24,5%. Τα έργα έχουν κολλήσει. Από την Ευρώπη τίποτα σε αναπτυξιακό επίπεδο μόνο μεταρρυθμίσεις, εσωτερική υποτίμηση και ισοσκέλιση προϋπολογισμών (αντίθετα η ΕΤΕπ με τον Άκτωρ κάνουν έργα υποδομής στην Αλβανία).

Η ανακύκλωση των πλεονασμάτων του Βορρά στο Νότο και η νομισματικοποίηση των χρεών των χωρών δεν είναι υλοποιήσιμα στο άμεσο μέλλον ενώ οι τρέχουσες εξελίξεις δεν μας αφορούν προς το παρόν. Στο μεταξύ εμείς βρισκόμαστε υπό τον κίνδυνο ολικής κατάρρευσης.

Με την παραπάνω ανάγνωση λίγοι θα διαφωνήσουν. Ωστόσο οι προτεινόμενες λύσεις είναι δυο και μπορούν να συνοψιστούν στο διαλεκτικό σχήμα Στουρνάρας – Βαρουφάκης από τους δύο επιφανείς Καθηγητές Οικονομικής Θεωρίας που συμμετέχουν στα δημόσια πράγματα. Αδρομερώς, υπάρχει η μια άποψη που θέλει να προχωρήσουμε τα μέτρα και να περιμένουμε να αλλάξει κάτι σε ευρωπαϊκό επίπεδο(άποψη κ.Στουρνάρα) και η ακριβώς αντίθετη που θέλει εδώ και τώρα συνολική αναθεώρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην κρίση (άποψη κ. Βαρουφάκη).

Με διάθεση σύνθεσης κάνω την εξής πρόταση οικονομικής πολιτικής:

Είναι ευνοϊκή συγκυρία για το κράτος να αναλάβει πρωτοβουλία και σε συνεργασία με τις υπό ανακεφαλαιοποίηση τράπεζες, στις οποίες θα συμμετέχει μέσω του ΤΧΣ και θα μπορεί να συνδιαμορφώσει τη στρατηγική τους, να προωθήσει έργα μεγάλης κλίμακας με τρόπο που δεν αυξάνει το δημόσιο χρέος. Το κράτος και οι εταίροι φρόντισαν με ιδιαίτερη μέριμνα να προστατευτεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών παρόλο που στην κρισιμότητα των περιστάσεων «το πρόγραμμα τραπεζικής ανακεφαλαιοποίησης δεν είναι αρκετό, αυτό που απαιτείται είναι η πλήρης εθνικοποίηση σημαντικού μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος» θα πει, όχι ο κ.Τσίπρας στη Βουλή αλλά ο φιλελεύθερος (φιλοσοφικά), Πωλ Κρούγκμαν. Επομένως σε τέτοιες στιγμές πρέπει και οι τράπεζες να συμβάλλουν με αίσθημα ιστορικής ευθύνης στην ανάταξη της εθνικής οικονομίας, κάτι που δεν έκανε πρέπει να πούμε η εγχώρια αστική τάξη.

Ειδικότερα, το ελληνικό δημόσιο έχει στην κατοχή του 70.000 ακίνητα εν δυνάμει εκμεταλλεύσιμα. Το ΤΑΙΠΕΔ εκτιμά ότι μπορούν να αποδώσουν 25 δις ευρώ. Αντί, όπως συμβαίνει τώρα, να ανατεθεί η αξιοποίηση τους σε κάθε λογής συμβούλους και ενδιάμεσες εταιρίες με ότι αυτό συνεπάγεται σε προμήθειες και κυρίως σπατάλη χρόνου(αναζήτηση μεμονωμένων ιδιωτών) είναι προτιμότερο να δοθούν απευθείας ως εγγύηση(collateral) στις τράπεζες.

Αυτό συνεπάγεται άμεση απελευθέρωση οικονομικού δυναμισμού. Οι υπηρεσίες εκτιμητών του δημοσίου σε συνεργασία με τα αντίστοιχα τμήματα των τραπεζών θα προσδιορίσουν την αξία τους με βάση πολυκριτηριακές μεθόδους που θα συνεκτιμούν εμπορική, αντικειμενική και οικονομική αξία ανάλογα το οικονομικό κλίμα κτλ. Στις εκτιμήσεις που θα προκύψουν και με μια μόχλευση *2 μπορεί να συγκεντρωθεί ένα ικανό ποσό για δημόσιες επενδύσεις. Βέβαια, οι αγορές είναι κλειστές και οι καταθέσεις του κοινού «ακριβές» αλλά σταδιακά θα επιστρέψουν-παράδοξο της φειδούς σε ισχύ.

Όμως οι ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες με τα ακίνητα του δημοσίου στο ενεργητικό τους μπορούν να διεκδικήσουν κεφάλαια με χαμηλό επιτόκιο από την ΕΚΤ ή τον ELA(όπως συμβαίνει από το 2008 με τις κρατικές εγγυήσεις για την ενίσχυση της ρευστότητας) τα οποία εν συνεχεία θα μετατραπούν σε χαμηλότοκο δάνειο προς το κράτος. Οι ελληνικές τράπεζες δεν συμμετείχαν στα LTROs. Τώρα μπορούν. Προϋπόθεση αποτελεί τα έργα που θα αναληφθούν να έχουν σημαντική πολλαπλασιαστική επίδραση και να αποδίδουν έσοδα από την ίδια στιγμή που θα ολοκληρωθούν πχ. αυτοκινητόδρομοι με διόδια, επενδύσεις υποκατάστασης εισαγωγών, λιμάνια, αεροδρόμια, χιονοδρομικά κέντρα, εγγειοβελτιωτικά έργα κ.α.

Πλεονεκτήματα πρότασης:

1)Κοινωνικοποίηση της επένδυσης: σε συνθήκες υποκατανάλωσης, υποεπένδυσης και γενικευμένης αβεβαιότητας το κράτος δαπανά και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αλλαγή ψυχολογίας και αντιστροφή του κλίματος.

2) Έργα υποδομής είναι χρήσιμα γιατί αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα, η οποία παρεμπιπτόντως μειώθηκε όσο εφαρμόζεται το μνημόνιο, και δημιουργούν οικονομίες φάσματος για την ιδιωτική πρωτοβουλία.

3) Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ δεν αυξάνεται γιατί συγκρατείται η ύφεση, άρα μένει σταθερός ή μπορεί και να μειωθεί ανάλογα με τον πολλαπλασιαστή των επενδύσεων και τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα. Επίσης αυξάνεται η δημόσια περιουσία.

4) Δεν υπονομεύεται η προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης γιατί η αύξηση του ΑΕΠ θα απορροφήσει την ρευστότητα που θα εισαχθεί στο οικονομικό κύκλωμα.

Αποπληρωμή δανείων: Ειδικό σχήμα που θα εξοφλούνται οι τόκοι όσο ολοκληρώνονται τα έργα από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Το κεφάλαιο θα αρχίσει να αποπληρώνεται με τα έσοδα από τη λειτουργία των έργων, με μερίσματα ιδιοκτησίας ή και με την παραχώρησή τους. Στόχος δεν είναι κατ’ ανάγκην να μείνουν υπό κρατική ιδιοκτησία αλλά η άμεση παραγωγική ενεργοποίηση των άλλων κλάδων, η συγκράτηση της ύφεσης και η αλλαγή του κλίματος.

Τα ακίνητα επιστρέφουν στο κράτος και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών επανακτά ιδιωτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για μια παρεμβατική προσέγγιση στη λογική της εθνικής αυτενέργειας, αυθεντικά κεϋνσιανού τύπου γιατί δεν γίνεται με ελλειμματικό τρόπο και την προκρίνω από άλλες λύσεις δημιουργίας ρευστότητας – τύπου εισαγωγής παράλληλου νομίσματος μόνο για το λόγο ότι οι δεύτερες ενισχύουν τον κίνδυνο μετατρεψιμότητας του ευρώ-“convertibility risk”.

Ο κ. Γιάννης Ματθαιουδάκης είναι Οικονομολόγος