Λένε ορισμένοι ότι ο δικαστής δεν μπορεί να απεργήσει, όπως δεν μπορεί να απεργεί ο γιατρός όταν έχει μπροστά του κάποιον που αιμορραγεί, όπως δεν μπορεί να απεργεί ο καθηγητής όταν ο φοιτητής εξετάζεται, όπως δεν μπορεί να απεργεί ο αστυνομικός όταν εμφανίζεται ο Μαύρος Πητ.
Η σύγκριση τούτη είναι ηθικής φύσεως και σχετίζεται με τα καθήκοντα ενός επιστήμονα ή ενός κρατικού υπαλλήλου που με την εργασία του επιτελεί κοινωνικό έργο. Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβει κάποιος ότι οι δικαστικοί είναι, θεωρητικά, έξω και πέρα από μια τέτοια σύγκριση.
Οι δικαστικοί δεν είναι υπάλληλοι αλλά ασκούν μια από τις τρεις Εξουσίες, με τον τρόπο που μετέχει στη νομοθετική εξουσία η Βουλή, με τον τρόπο που εκτελεί τις αποφάσεις η Κυβέρνηση. Αν λοιπόν απεργήσουν οι δικαστικοί είναι σαν να απεργεί από τα καθήκοντά του ένας βουλευτής ή ένας υπουργός. Ακούγεται ακατανόητο. Για τους νομικούς υπάρχει μια ακόμη πτυχή: το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα της απεργίας αλλά απαγορεύει την απεργία των δικαστών.
Οι δικαστές προτίθενται να απεργήσουν επειδή δεν δέχονται περαιτέρω μείωση των αποδοχών τους. Το εισόδημά τους έχει μειωθεί ήδη κατά 38% αλλά όπως ισχύει για όσους πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν έχουν ζήσει ακόμη το μεγαλείο του Μνημονίου, το οποίο οι ίδιοι έκριναν συνταγματικό.
Να θυμίσουμε: έκριναν ότι συνάδουν με τις αρχές Δικαίου η σμίκρυνση όλων των μισθών, οι περικοπές των συντάξεων. Τώρα που ο Μνημόνιος χτυπά τη δική τους πόρτα, κάπως τους κακοφαίνεται. Θα πουν ορισμένοι ότι δεν ευθύνονται οι χαμηλόβαθμοι δικαστικοί_ δεν είναι εκείνοι που έδωσαν μια πρόφαση δικαίου στις αποφάσεις που έπλητταν τους μισθωτούς. Πράγματι, έτσι είναι αλλά ούτε και διαμαρτυρήθηκαν συλλογικά. Δεν τους πείραζε να φτωχαίνουν οι πολλοί αλλά τους πειράζει να φτωχαίνει η κάστα τους.
Δεν θα μπούμε στη συζήτηση για το αν παίρνουν πολλά ή λίγα οι δικαστικοί. Κάποιοι δουλεύουν σαν τα σκυλιά, γιορτές, σαββατοκύριακα, θυσιάζουν την προσωπική τους ζωή. Κάποιοι χαζολογάνε, παραβιάζουν το τετράμηνο κατά το οποίο πρέπει να εκδώσουν απόφαση, σέρνουν υποθέσεις χωρίς λόγο, σέρνουν υποθέσεις από πρόθεση. Κάποιοι πληρώνονται με 1.800 ευρώ, κάποιοι φτάνουν τις υψηλές αποδοχές των βουλευτών.
Η αλήθεια είναι ότι οι υψηλόβαθμοι ξεσάλωσαν. Δίνοντας τη δική τους, υστερόβουλη ερμηνεία στο Σύνταγμα, δεν επέτρεπαν σε κανέναν εντός της ελληνικής επικράτειας να παίρνει μισθό μεγαλύτερο από τον δικό τους. Όταν λοιπόν ανακάλυπταν κατηγορία εργαζομένων, έστω ολιγάριθμη, που να πληρώνεται περισσότερα, έκαναν ένα δικαστήριο και αποφάσιζαν μόνοι τους, ανεξέλεγκτα, να ανεβάσουν τους δικούς τους μισθούς και μάλιστα αναδρομικά. Υπάρχει μάλιστα και ειδικό δικαστήριο, αποτελούμενο από τρεις δικαστικούς, τρεις νομικούς και τρεις πανεπιστημιακούς, όπου επιλύονται αυτές οι διαφορές.
Η πιο γνωστή ιστορία από το Μισθοδικείο χρονολογείται στο 2006, όταν έγινε δεκτή η προσφυγή της Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και κρίθηκε ότι οι μισθοί των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων πρέπει να εξομοιωθούν με τις αποδοχές του προέδρου της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών.
Δηλαδή αντί να ζητηθεί η μείωση των αποδοχών ενός στελέχους της ΕΕΤΤ, αυξήθηκαν οι μισθοί όλων των δικαστικών αναλογικά και μάλιστα αποφασίστηκε ότι οι αυξήσεις θα πρέπει να καταβληθούν αναδρομικά για την πενταετία 2000-2005, όπως διεκδικούσε η δικαστής στην προσφυγή της.
Η ΓΣΕΕ είχε υπολογίσει το 2006 την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών ως 1.800%. Αυτά δεν είναι προϊστορικά. Τα έχουν ζήσει οι δικαστικοί που σήμερα απειλούν με λευκή απεργία και μας κάνουν να αναρωτιόμαστε: δεν έχουν βάλει κάτι στην άκρη για να ζήσουν αξιοπρεπώς μέχρι να περάσει η κρίση; Τόσα και τόσα έχουν εισπράξει, αποφασίζοντας οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Αν κινδυνεύουν από δωροδοκίες επειδή μίκρυνε ο μισθός τους είναι μάλλον ακατάλληλοι για θέση κύρους κι εμπιστοσύνης.