Το μεταναστευτικό ζήτημα που βιώνεται στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ως σήμερα προβάλλεται συνήθως ως η βασική αιτία για την ανάπτυξη του ακροδεξιού λόγου, ο οποίος πολύ συχνά εκβάλλει στη βία. Αυτό που χαρακτηρίζει τον κυρίαρχο λόγο αντιμετώπισης της ανάδυσης αυτού του πολιτικο-ιδεολογικού φαινομένου είναι η αμηχανία. Η αμηχανία είναι η διάθεση που εκ των υστέρων αιτιολογεί – ή καλύτερα συγκαλύπτει – την αποτυχία. Αμήχανοι ενώπιον του «νέου» δεν γνωρίζουμε και για τον λόγο αυτόν δεν καταφέραμε να το αξιολογήσουμε και να το τιθασεύσουμε. Ετσι η αμηχανία εκφυλίζεται σε συγκατάβαση. Η συγκατάβαση με τη σειρά της εκτρέφει την ανοχή. Η ανοχή, τέλος, εύκολα καταλήγει στη συγχώρεση της βίας, ως και στη στράτευση.
Πώς όμως αλήθεια μπορεί να αιτιολογηθεί η αμηχανία ενώπιον της ανάδυσης του νεοφασισμού στην Ελλάδα; Πόσο πράγματι νέο είναι το φαινόμενο ώστε να λέμε ότι δεν το γνωρίζουμε; Μήπως κοροϊδευόμαστε; Η ακροδεξιά ιδεολογία είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική πολιτική ιστορία. Ενα μείζον τμήμα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας εδράζεται σε ένα συμπαγές και συνεχές υπόβαθρο ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού. Μήπως ξεχάσαμε ότι μιλάμε για μια χώρα που καταγράφει τον τελευταίο αιώνα τις περισσότερες πολιτειακές εκτροπές από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες επιθυμεί να συγκρίνεται; Μήπως δεν συζητάμε για μια χώρα όπου η επίκληση του «κινδύνου» λειτούργησε ανέκαθεν ως πρόσχημα κατάλυσης του Συντάγματος και άρσης των εγγυήσεων προστασίας των ελευθεριών μας; Μήπως τα τριάντα πέντε χρόνια που μας χωρίζουν από τη Μεταπολίτευση είναι αρκετά για να ξεχαστεί το ελληνικό παρακράτος μιας «καχεκτικής» δημοκρατίας; Ο νεοναζιστής πολιτευτής της Μεσσηνίας δεν δίστασε να μιλήσει για νέα «τάγματα ασφαλείας» γνωρίζοντας φυσικά ότι δεν είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν και μάλιστα στη συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια, στη μνήμη της οποίας ακόμη είναι ζωντανή η δράση των πολιτικών προγόνων της Χρυσής Αυγής.
Κάποτε ήταν ο «κομμουνιστικός κίνδυνος», σήμερα είναι η «μεταναστευτική απειλή», κάποτε ήταν η μεταπολεμική αυτόνομη ισχύς των ενόπλων δυνάμεων, σήμερα είναι η ανεξέλεγκτη από τις πολιτικές ηγεσίες παρείσφρηση ακροδεξιών στοιχείων στα σώματα ασφαλείας. Κάποτε ήταν ο μανιώδης αντικομμουνισμός που δεν ήθελε οι αντιφρονούντες να είναι Ελληνες, τώρα ο ρατσισμός που δεν αφήνει τους μετανάστες να γίνουν. Η ιδεολογία του εσωτερικού εχθρού που διώκεται όχι επειδή είναι ένοχος αλλά επικίνδυνος, όπως πάντα αρεσκόταν να μας θυμίζει ο Α. Μάνεσης, είναι ακόμη κυρίαρχη όχι μόνο στις παρυφές αλλά και σε mainstream εκδοχές του πολιτικού λόγου. Να θυμίσω ότι το σύνθημα της «ανακατάληψης του κέντρου των πόλεών μας» που ανέλαβαν μετεκλογικά να υλοποιήσουν τα νεοναζιστικά τάγματα δόθηκε προεκλογικά από τον πρωθυπουργό μας.
Με δυο λόγια, η αμηχανία δεν συγχωρείται. Η ιστορική αμνησία τροφοδοτεί την πολιτική αμνηστία του ακροδεξιού λόγου με αποτέλεσμα την ταχύτατη διείσδυσή του όχι απλώς στα λεγόμενα «άκρα» του πολιτικού φάσματος αλλά και στις καθώς πρέπει εκδοχές του πολιτικού κέντρου. Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο η μη εξοικείωση με τον νεοφασισμό είτε είναι προσποίηση είτε ανοησία. Βεβαίως, οι συνειρμοί ανάμεσα στην παραδοσιακή εκδοχή του ελληνικού φασισμού και στη σύγχρονη επίστρωσή της με τα κελεύσματα του ευρωπαϊκού νεοναζισμού πασπαλισμένα από μίσος ενάντια στο Ισλάμ και στους μετανάστες δεν πρέπει να γίνονται απρόσεκτα καθώς κρύβουν γενικεύσεις και παραπλανητικές αναγνώσεις. Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο και πολλαπλώς διασταυρωμένο στην ευρωπαϊκή ιστορία: ότι οι συνθήκες κρίσης και ύφεσης που διάγουμε σήμερα είναι το τέλειο λίπασμα του φασιστικού κτήνους που κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία καταφέρνει κάπως να καταχωνιάσει υπό καθεστώς καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Πιθανώς η πιο τυραννική παρακαταθήκη που κληροδοτεί η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της σύγχρονης κρίσης χρέους στην Ευρώπη και στη χώρα μας μπορεί να μην είναι η αποδιάρθρωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου αλλά η αναγέννηση του νεοναζισμού, με ό,τι δυσοίωνο αυτό μπορεί να προαλείψει για το μέλλον μας, με πρώτη-πρώτη την κατάρριψη του happy end μύθου της ελληνικής Μεταπολίτευσης. Ισως αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα πιο πειστικό επιχείρημα απευθυνόμενο στην ομάδα της κυρίας Μέρκελ. Η Γερμανία έχει εδώ μια πρόσθετη ευθύνη.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ