Το περιστατικό της Υδρας δεν έχει ενδιαφέρον ως πράξη φοροκλοπής. Eχει ενδιαφέρον ως πράξη ύβρεως. Η δομή της ελληνικής οικονομίας έχει παραγάγει υψηλά και ανθεκτικά επίπεδα φοροδιαφυγής αλλά και μικροαστικού θράσους.
Ποιο είναι το μέγεθος της φοροδιαφυγής και ποιοι οι δράστες; Η υστέρηση των φορολογικών εσόδων σε σύγκριση με τον μέσον όρο της ευρωζώνης είναι διαχρονική και σημαντική (-8 μονάδες του ΑΕΠ το 1998, -7,4 το 2004, -5,4 το 2008, Eurostat 2010). Σύμφωνα με την «πειραματική μελέτη» των Matsaganis και Flevotomou, η απόκρυψη εισοδήματος στην Ελλάδα είναι μεγάλη μεταξύ των αγροτών (αποκρύβεται 53% του πραγματικού εισοδήματος) και των αυτοαπασχολουμένων (αποκρύπτεται το 24%) και επιφέρει μια συνολική μείωση κατά 26% των φορολογικών εσόδων. Με κριτήριο το εισόδημα (όχι το επάγγελμα), η φοροδιαφυγή είναι μεγαλύτερη μεταξύ των υψηλότερων εισοδημάτων. Οι ερευνητές τονίζουν ότι κατά πάσα πιθανότητα οι ως άνω αριθμοί υποεκτιμούν σημαντικά το πραγματικό μέγεθος της φοροδιαφυγής.
Μάλλον έχουν δίκιο. Μια πρόσφατη έρευνα των Αρταβάνη, Morse και Τσούτσουρα εκτιμά το ύψος της φοροδιαφεύγουσας φορολογητέας ύλης μόνο για τους ελεύθερους επαγγελματίες σε 28 δισ. ευρώ για το 2009. Με φορολογικό συντελεστή 40%, τα διαφυγόντα έσοδα υπολογίζονται στο 31% του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 2009 (ή στο 48% του 2008). Γιατροί, μηχανικοί, χρηματοοικονομικοί παράγοντες, λογιστές, νομικοί και καλλιτέχνες είναι οι πρωτοπόροι. Επονται, με αξιέπαινες επιδόσεις, ξενοδόχοι και εστιάτορες, κατασκευαστές και αγρότες. Στο σύνολο, το μέσο πραγματικό εισόδημα των αυτοαπασχολουμένων είναι περίπου διπλάσιο (1,92) του δηλωθέντος. Και αυτή η ερευνητική ομάδα θεωρεί τις εκτιμήσεις της «συντηρητικές».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 96,5% του ελληνικού επιχειρηματικού ιστού αποτελείται από επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 10 εργαζομένους. Ας μην αναζητήσουμε αναλογίες σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Η αυτοαπασχόληση και η μικρή εργοδοσία στην Ελλάδα (42% ο μέσος όρος της περιόδου 1990-2008) συγκρίνεται μόνο με εκείνη του Μεξικού (38,2% ο μέσος όρος για την ίδια περίοδο), της Κορέας (36%) και της Βραζιλίας (36%) (OECD 2010). Βέβαια, από το 2001 καταγράφεται μείωση του ποσοστού. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα η αυτοαπασχόληση και η μικρομεσαία εργοδοσία υπερβαίνουν το 30% του εργατικού δυναμικού. Είναι προφανές ότι η χώρα, παρά τα περί του αντιθέτου γραφόμενα, έχει ισχυρή κλίση προς το επιχειρείν. Και κατέχει την παγκόσμια πρωτιά στη διαχείριση της παρακάτω πρωτότυπης αντίφασης: οι ελεύθεροι επαγγελματίες λιμοκτονούν αλλά, παραδόξως, ο αριθμός τους παραμένει με διαφορά ο υψηλότερος της ΕΕ. Με βάση τις φορολογικές δηλώσεις, η Ελλάδα ήταν πάμπτωχη ήδη πριν από την κρίση χρέους.
Τα προηγούμενα οδηγούν σε ορισμένα συμπεράσματα:
1. Με την εξαίρεση των ετών 1997-1999, όταν, εν όψει της ένταξης στην ευρωζώνη, η αύξηση των φορολογικών εσόδων υπήρξε σημαντικά υψηλότερη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, όλες οι κυβερνήσεις απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τη φοροδιαφυγή.
2. Για μια χώρα με σταθερή εκλογική ηγεμονία και κυβερνητική κυριαρχία – σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο – του ΠαΣοΚ, το μέγεθος της φοροδιαφυγής συνιστά μέγιστο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο. Ο όρος «σκάνδαλο» δεν είναι πολεμικός. Επελέγη με απόλυτο σεβασμό στη βεμπεριανή αρχή της αξιολογικής ουδετερότητας. Τι είδους σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν αυτό το κόμμα που θεμελίωσε τη φορολογική πολιτική του στη φοροδοτική ικανότητα των μισθωτών; Το ερώτημα παραμένει αιχμηρά επίκαιρο.
3. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης διαμορφώθηκε μια δομή οικονομικών ευκαιριών που καθιστούσε τις ατομικές στρατηγικές είτε ένταξης στο Δημόσιο είτε δημιουργίας επιχείρησης ορθολογικές. Αυτή η δομή ευκαιριών διαμορφώθηκε πολιτικά. Το τυφλό άνοιγμα θέσεων στο Δημόσιο (από τις κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ και της ΝΔ), αφενός, και η φοροδιαφυγή της μικρής επιχείρησης, αφετέρου, υπόσχονταν περισσότερα πλεονεκτήματα από τις θέσεις μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Το δημοσιοϋπαλληλίκι και το επιχειρείν στηρίχθηκαν πολιτικά. Ας μην αναζητούμε πάντα στη «μακρά ιστορία» της νεοελληνικής κοινωνίας απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα.
4. Οσοι αναδεικνύουν τα φορολογικά προνόμια και τη φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή του μεγάλου κεφαλαίου αλλά παραβλέπουν τη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή του ελληνικού μικροκαπιταλισμού δείχνουν τη μία όψη του βουνού. Υποβαθμίζουν το μεγάλο βάρος της μικρής εργοδοσίας στην Ελλάδα. Οι μικροί ως σύνολο, με όρους δημοσιονομικούς, μετράνε. Στην ουσία, τέτοιες προσεγγίσεις χαϊδεύουν μια στρατηγική μη προνομιούχων (η οποία θα επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνη του Α. Παπανδρέου). Πολλές αριστερίζουσες (και μάλιστα στο όνομα της ταξικής ανάλυσης!) και εθνικίζουσες (δεν βλέπουν ότι η Ελλάδα κατέληξε να είναι «ο παλιάτσος των εθνών»;) απόψεις σκηνοθετούν μια επανάληψη του παλαιού έργου. Δεν κατάλαβαν τίποτε;
5. Η κουλτούρα δεν αλλάζει μέσω της κουλτούρας. Το «να αλλάξουμε μυαλά» δεν έχει καμία εφαρμογή εδώ. Αλλωστε, μια χαρά είναι τα μυαλά μας. Οι φοροκλέφτες δεν σφάλλουν. Συμπεριφέρονται – και σκέπτονται – ορθολογικά. Το ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα ποινών και ανταμοιβών. Μόνο αν το κόστος της φοροδιαφυγής καταστεί υψηλότερο του οφέλους θα αλλάξουν οι συμπεριφορές. Αλλά και η κουλτούρα.
Είναι λοιπόν τώρα η «κατάλληλη» στιγμή για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής; Προς Θεού, όχι. Δεν λύνεις ένα παλαιό και σύνθετο πρόβλημα όταν η ύφεση τρέχει με 7% και οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη. Μόνον ιδεολόγοι, πολιτικοί απατεώνες ή οικονομολόγοι δεύτερης σειράς υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Η στιγμή δεν είναι «η κατάλληλη». Απλώς δεν υπάρχει άλλη.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ