Το ερώτηµα βρίσκεται πλέον στα χείλη όλων: Εχει µέλλον το ευρώ και η Ευρώπη ή ζούµε την τελευταία σκηνή ενός δράµατος, του οποίου τις επιπτώσεις µε ακρίβεια κανείς δεν µπορεί να υπολογίσει; Η εµπειρία των τελευταίων ετών δυστυχώς έδειξε ότι µε την πολιτική που ακολουθείται κερδίζουµε απλά χρόνο σε µια κρίση χωρίς τέλος. Η δύναµη του πεπρωµένου σπρώχνει τη µια µετά την άλλη τις χώρες προς την έξοδο από τις αγορές στην αγκαλιά αδύναµων µηχανισµών χωρίς ξεκάθαρους στόχους και προοπτική.
Πρώτα η Ελλάδα, μετά η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, τώρα η Ισπανία και σε λίγο η Ιταλία και άλλες που στέκονται στη σειρά περιμένουν από μια Ευρώπη ανίκανη να λάβει τελικές αποφάσεις που θα μας οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση. Και όμως, παρά τη δραματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, υπάρχουν περιθώρια για αναστροφή της πορείας.
Πρώτα απ’ όλα οι πολιτικοί θα πρέπει να διορθώσουν τα κατασκευαστικά λάθη της ευρωζώνης και να την εμπλουτίσουν με νέα στοιχεία που θα διασφαλίζουν ικανοποιητική λειτουργία και διάρκεια. Πρόκειται κυρίως για την ίδρυση μιας Δημοσιονομικής και μιας Τραπεζικής Ενωσης με ισχυρή ευρωπαϊκή θεμελίωση. Ετσι η Ευρώπη τού αύριο θα πάρει τη μορφή ενός ομοσπονδιακού κράτους με δημοκρατική νομιμοποίηση.
Μια τόσο μεγάλη θεσμική μεταβολή όμως απαιτεί μακρόχρονες διαδικασίες και σε καμία περίπτωση δεν ενδείκνυται η χρησιμοποίησή της ως εργαλείου αντιμετώπισης μιας κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Με την Ισπανία και την Ιταλία να χρειάζονται 870 δισ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση του χρέους τους τα επόμενα δύο χρόνια, είναι φανερό ότι τόσο τα 140 δισ. που διαθέτει ο EFSF όσο και τα 400 δισ. του ESM δεν επαρκούν. Ετσι θα πρέπει να διευρυνθεί η βάση αλληλέγγυας ανάληψης κινδύνου είτε με την έκδοση ευρωομολόγων είτε με την ίδρυση του κοινού ταμείου εξυπηρέτησης του χρέους, όπως αυτό προτάθηκε από το συμβούλιο των πέντε σοφών της Γερμανίας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι αναγκαία η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής που ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο στόχος της αποφυγής πληθωρισμού θα πρέπει να συμπληρωθεί και με άλλες πιο ενεργητικές δράσεις ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης των κρατών-μελών.
Με την αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ διαφωνούν δυναμικά οι κυβερνητικοί εταίροι της κυρίας Μέρκελ, τόσο οι Ελευθεροδημοκράτες όσο και οι Χριστιανοκοινωνιστές αλλά και ο νυν διοικητής της Μπούντεσμπανκ. Το κυρίαρχο επιχείρημά τους είναι ότι θα υπάρξουν συνεπώς αρνητικές επιδράσεις στο μέτωπο της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Ξεχνούν, όμως, συνεπείς προς τη δογματική τους προσήλωση στην πειθαρχία των αγορών, ότι τα σημερινά προβλήματα δεν προέκυψαν από έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας αλλά από την ολοκληρωτική αποτυχία των αγορών. Πώς να εξηγήσει άλλωστε κανείς την εξέλιξη σε δύο χώρες-υποδείγματα δημοσιονομικής πολιτικής, την Ισπανία και την Ιρλανδία;
Οι αλόγιστες ενέργειες των χρηματοδοτικών αγορών, οι οποίες χωρίς αίσθηση του κινδύνου επένδυαν τεράστια ποσά σε κουφάρια οικοδομών, στοχεύοντας σε βραχυχρόνια κέρδη των μετόχων αλλά και στα υπέρογκα μπόνους των στελεχών τους, δημιούργησαν το πρόβλημα. Και αφού τα κράτη αναγκάστηκαν για να σώσουν τις τράπεζες από την κατάρρευση να δαπανήσουν τεράστια ποσά, στη συνέχεια βρέθηκαν στο στόχαστρο για αυτή τους την πολιτική των κάθε λογής αυτοανακηρυσσόμενων προστατών της σταθερότητας.
Ολα δείχνουν ότι η μάχη για το ευρώ και την Ευρώπη έχει αρχίσει για τα καλά. Γι’ αυτό και η χώρα μας θα πρέπει να παραμείνει αφοσιωμένη στην ευρωπαϊκή της πορεία, παρά τις παράλογες απαιτήσεις για εξοντωτική δημοσιονομική προσαρμογή, με την προσδοκία ότι η λύση που θα δοθεί για το πρόβλημα χρέους της Ευρώπης θα την επαναφέρει σε βιώσιμες καταστάσεις.

Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ