Η «διαμάχη» που ξέσπασε με αφορμή το νέο σχολικό βιβλίο Γραμματική Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού έδειξε ότι συχνά βλέπουμε τα πράγματα μονόπλευρα, ακόμη και τα γλωσσολογικά. Το θέμα που δημιουργήθηκε έχει ωστόσο και μια άλλη παράμετρο που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.
Η νέα γραμματική μπορεί να μην καταργεί τα φωνήεντα η, υ, ω (και τα σύμφωνα ξ και ψ), αφού τα αναφέρει όλα (και τα 24) στη σ. 39 και ακολουθεί προφανώς την ιστορική ορθογραφία, αγνοεί όμως πλήρως τη φωνητική τους απόδοση στις νεοελληνικές διαλέκτους. Σωστά επισημαίνουν οι συνάδελφοι στο κείμενο με τις 140 υπογραφές ότι στο βιβλίο γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στους φθόγγους (φωνηεντικοί και συμφωνικοί ήχοι) και τα γραπτά σύμβολα (γράμματα) και μάλιστα όχι για πρώτη φορά (βλ. Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική, 1978, ανατύπωση της έκδοσης του ΟΕΣΒ 1941 με διορθώσεις), μόνο που τώρα δίνεται υπερβολική (για να μην πει κανείς αδικαιολόγητη) έμφαση στη φωνητική. Γιατί άραγε; Εμείς και τα παιδιά μας πώς διδαχτήκαμε τη γλώσσα; Η γλωσσολογία βέβαια προχωράει, όπως και η πυρηνική φυσική.
Οι φωνηεντικοί φθόγγοι (όχι τα φωνήεντα) είναι λοιπόν 5 (α, ε, ι, ο, ου), αλλά μόνο στην επίσημη Νέα Ελληνική (πρέπει να τονιστεί αυτό), αφού οι φθόγγοι των γραμμάτων η, υ, ω ταυτίζονται με τους φθόγγους των φωνηέντων ι και ο αντίστοιχα. Οι συντάκτες του εγχειριδίου θα μπορούσαν να διευκρινίσουν (αφού απλά και ευχάριστα θέλουν να μιλούν στα παιδιά) ότι τα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας είναι 7 και οι φωνηεντικοί φθόγγοι 5 αλλά μόνο στην επίσημη γλώσσα του κράτους, η οποία είναι μια υπερδιάλεκτος, όπως η Αττική, Ελληνιστική και Μεσαιωνική Ελληνική. Τούτο σημαίνει κατά τη γνώμη μου ότι η όποια συζήτηση για φωνήεντα και φθόγγους της Νέας Ελληνικής πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις νεοελληνικές διαλέκτους σε αρκετές από τις οποίες τα εν λόγω φωνήεντα έχουν και άλλους, διαφορετικούς φθόγγους που σε ορισμένες περιπτώσεις πλησιάζουν εκείνους των αντίστοιχων της αρχαίας.
Όφειλαν να συνδέσουν με «ευχάριστο τρόπο» (μια και είναι αυτό η πεφρασμένη τους πρόθεση) τη νέα ελληνική με την αρχαία, να εξηγήσουν με απλά λόγια ότι τα 7 φωνήεντα της αρχαίας (όμοια με της νέας) είχαν ισάριθμους φθόγγους, όπως και τα 17 σύμφωνα (βλ. Stanford, The Sound of Greek, 1967 και Allen, Vox Graeca, 1987), και να αναφερθούν στις διαλέκτους, που διασώζουν την ιστορία της γλώσσας μας και επίσης ένα μεγάλο κομμάτι από το θησαυρό της αρχαίας. Η βαθμιαία εξαφάνιση των διαλέκτων ή η υποβάθμισή τους σε «χωριάτικα» (όχι βέβαια από τη γλωσσολογία) είναι ό, τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στη νέα ελληνική.
Όλοι (ειδικοί και μη ειδικοί) δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι σε αρκετές διαλέκτους (π.χ. Κρητική, Πελοποννησιακή) το η προφέρεται ε , π.χ. νύφε (νύφη), το υ προφέρεται ου ή ιου, π.χ. άχιουρο (άχυρο), και το ω προφέρεται ου, π.χ. χούμα (χώμα). Στα παραδείγματα αυτά και σε άλλα (βλ. τις εξαιρετικές εργασίες του Ν. Παντελίδη για την πελοποννησιακή διάλεκτο και επίσης τη μελέτη του R. M. Dawkins, Modern Greek in Asia Minor, 1916), η προφορά του η, υ, ω είναι λοιπόν διαφορετική και πλησιάζει την αρχαία.
Προσωπικά με προβληματίζουν οι γλωσσικές «απλοποιήσεις» και «διαφοροποιήσεις», όσο «αθώες» και αν φαίνονται αυτές (ο αείμνηστος Ν. Σβορώνος συνήθιζε να λέει ότι εμείς οι Νεοέλληνες έχουμε μια συνωμοτική αντίληψη της ιστορίας). Στον Πρόλογο (σ. 6) διαβάζουμε: «Στόχος του εγχειριδίου είναι να οδηγήσει με τρόπο ευχάριστο και παιγνιώδη τους μικρούς μαθητές στην συνειδητοποίηση του συστηματικού χαρακτήρα της γλώσσας». Καλό να παρουσιάζεται η ύλη με ψυχαγωγικό τρόπο, αρκεί να μην αποβαίνει αυτό εις βάρος της ουσίας του θέματος και ιστορικής αλήθειας.
Με την τάση αυτή για γλωσσική «απλοποίηση» πολύ φοβούμαι πως το επόμενο βήμα θα είναι η επικράτηση μιας φωνητικής ορθογραφίας που θα μας αναγκάζει να γράφουμε π.χ. «ζβίνις» (αντί «σβήνεις»). Το μεθεπόμενο βήμα θα είναι η επιβολή του Διεθνούς Φωνητικού Αλφάβητου (International Phonetic Alphabet), ό,τι θα σημάνει φυσικά το τέλος της ιστορικής διαδρομής της ελληνικής γλώσσας. Και θα είναι αυτά επακόλουθα της εκπαραθύρωσης των αρχαίων ελληνικών από το γυμνάσιο το 1976, της κατάργησης των τόνων και των πνευμάτων το 1982 και του σημερινού ωχαδερφισμού.
*Ο κ. Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι Ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης