TO BHMA / The New York Times
Επί πολλά χρόνια, διάφοροι υποτίθεται σοβαροί άνθρωποι προειδοποιούν για τις τραγικές επιπτώσεις που θα έχουν τα μεγάλα δημοσία ελλείμματα – ελλείμματα που, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε.
Τον Μάιο του 2009, ο Νάϊαλ Φέργκιουσον του πανεπιστημίου Χάρβαρντ διακήρυξε πως το «παλιρροϊκό κύμα του χρέους» θα οδηγούσε σε δραματική αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων δανεισμού. Τον Μάρτιο του 2011 ο επιχειρηματίας και πολιτευτής Έρσκιν Μπόουλς, ο οποίος συμπροήδρευσε της γνωστής ατυχούς επιτροπής για τον έλεγχο του ελλείμματος που συνέστησε ο πρόεδρος Ομπάμα, προειδοποιούσε πως «οι αγορές θα μας ισοπεδώσουν» μέσα στην επόμενη διετία, αν δεν αναλαμβάναμε σύντομα δράση. Και πάει λέγοντας.
Λοιπόν, η διετία του κ. Μπόουλς δεν έχει ακόμη εκπνεύσει, αλλά ένα παράξενο πράγμα συνέβη στον δρόμο προς την προβλεπόμενη δημοσιονομική κρίση: αντί να αυξηθεί, το κόστος δανεισμού των ΗΠΑ μειώθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί στην ιστορία της χώρας. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Αμερική. Αυτή τη στιγμή, κάθε ισχυρό ανεπτυγμένο κράτος που δανείζεται στο δικό του νόμισμα είναι σε θέση να το κάνει με πολύ χαμηλά επιτόκια.
Το γεγονός ότι τα υψηλά ελλείμματα «απέτυχαν» να οδηγήσουν σε αυξημένα επιτόκια δανεισμού έχει κάτι σημαντικό να μας πει για την φύση των οικονομικών βασάνων μας (όπως και για την σοφία, ή την έλλειψη σοφίας, των αυτοδιορισμένων φρουρών της δημοσιονομικής αρετής μας). Πριν φτάσω εκεί, όμως, ας πω δυο λόγια για αυτά τα χαμηλά, πολύ χαμηλά κόστη δανεισμού – τόσο χαμηλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε οι επενδυτές στην πράξη να πληρώνουν τις κυβερνήσεις για να δεχθούν να κρατήσουν τα λεφτά τους.
Κατά κύριο λόγο, αυτό συμβαίνει με ομόλογα που είναι «προστατευμένα από τον πληθωρισμό» – που είναι, δηλαδή συνδεδεμένα ως προς τις μελλοντικές αποδόσεις τους με τις τιμές καταναλωτή, ώστε να μην τρώει τα επενδυτικά κέρδη ο πληθωρισμός. Ακόμη και με τέτοια ομόλογα, βέβαια, οι επενδυτές αξίωναν στο παρελθόν και πρόσθετες αποδόσεις. Πριν την κρίση, τα προστατευμένα από το πληθωρισμό αμερικανικά δεκαετή πλήρωναν τόκο γύρω στο 2%. Όμως τον τελευταίο καιρό η πραγματική απόδοση αυτών των ομολόγων είναι -0,6%.
Με άλλα λόγια, οι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να αποκτήσουν αυτά τα ομόλογα περισσότερα από όσα θα τους επιστρέψει μελλοντικά το κράτος σε κεφάλαιο και τόκους. Άρα οι επενδυτές, κατά μια έννοια, προσφέρουν στις κυβερνήσεις τζάμπα λεφτά για τα επόμενα δέκα χρόνια: στην πράξη, πληρώνουν αυτοί στις κυβερνήσεις έναν μικρό τόκο για να εξασφαλίσουν τον πλούτο τους.
Τώρα, λοιπόν, είναι σαφές πως όσοι έχουν συμφέρον από το «στόρι» της επερχόμενης δημοσιονομικής τραγωδίας προσπαθούν να δικαιολογήσουν με διάφορους τρόπους γιατί αυτή η τρομερή κρίση δανεισμού δεν έχει ακόμη προκύψει. Ένα αγαπημένο επιχείρημα των κινδυνολόγων είναι πως η κεντρική τράπεζα Fed κρατά επίτηδες τα επιτόκια χαμηλά, αγοράζοντας η ίδια κυβερνητικά ομόλογα. Όμως αυτή η θεωρία δεν άντεξε στο τεστ του προηγούμενου καλοκαιριού, όταν η Fed διέκοψε προσωρινά τις αγορές ομολόγων. Πολλοί ειδικοί, μεταξύ των οποίων και ο Μπιλ Γκρος του γιγαντιαίου επενδυτικού κεφαλαίου Pimco, που ειδικεύεται στην αγορά ομολόγων, προέβλεψαν ραγδαία άνοδο των επιτοκίων. Όμως δεν συνέβη τίποτε.
Α ναι, και βέβαια μην δίνετε σημασία στις προειδοποιήσεις πως από μέρα σε μέρα θα καταλήξουμε σαν την Ελλάδα. Χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά και η Ισπανία, υποφέρουν σήμερα λόγω της λανθασμένης απόφασης τους να εγκαταλείψουν τα εθνικά τους νομίσματα για χάρη του ευρώ, που τις κατέστησε τρωτές με έναν τρόπο που δεν ισχύει για την Αμερική.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Η βασική απάντηση είναι πως για το σημερινό φαινόμενο ευθύνεται το λεγόμενο «σοκ απομόχλευσης», η κατάσταση δηλαδή όπου όλοι προσπαθούν να μειώσουν ταυτόχρονα τα χρέη τους. Ο δανεισμός των νοικοκυριών έχει καταρρεύσει, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν πολύ ρευστό που δεν ξέρουν τι να το κάνουν, αφού δεν υπάρχει αρκετή καταναλωτική ζήτηση για να δικαιολογήσει νέες επενδύσεις για την αύξηση παραγωγής: το αποτέλεσμα είναι πως οι επενδυτές δεν έχουν που να τοποθετήσουν τα λεφτά τους. Γι’ αυτό αγοράζουν κυβερνητικά ομόλογα, ακόμη και με πολύ χαμηλές αποδόσεις, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων. Επιπροσθέτως, προσφέροντας τόσο φτηνό χρήμα, στην πράξη εκλιπαρούν τις κυβερνήσεις να εκδώσουν περισσότερα ομόλογα. Και οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να τους κάνουν τη χάρη, χωρίς να «κολλάνε» εμμονικά στα βραχυπρόθεσμα ελλείμματα.
Μια υποχρεωτική παρατήρηση: ναι, στις ΗΠΑ έχουμε ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα με τα ελλείμματα των προϋπολογισμών μας, και ναι, πρέπει να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες ενέργειες για να το αντιμετωπίσουμε, κυρίως μέσω του περιορισμού των δαπανών για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Όμως είναι εντελώς τρελό να απολύουμε δασκάλους και να ακυρώνουμε επενδύσεις σε δημόσια έργα υποδομής, σε μια στιγμή όπου οι επενδυτές προσφέρουν χρήματα στην κυβέρνηση με μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια.
Δεν χρειάζεται να αντλήσει κανείς επιχειρήματα από τον Κέϊνς για να το καταλάβει αυτό κανείς. Το μόνο που χρειάζεται να τονιστεί είναι πως, όταν το χρήμα είναι φτηνό, είναι καλή εποχή για επενδύσεις. Και η εκπαίδευση, όπως και οι υποδομές, είναι οι καλύτερες επενδύσεις για το μέλλον της Αμερικής: θα έρθει η μέρα που θα πληρώσουμε ένα τεράστιο και εντελώς αχρείαστο τίμημα για όλα τα προγράμματα που σήμερα πετσοκόβονται.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να είναι κανείς οπαδός του Κέϊνς. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων – και πάνω απ΄ όλα η θεαματική αποτυχία των πολιτικών αυστηρής λιτότητας στην Ευρώπη – αποτελεί μια δραματική απόδειξη του πως η περικοπή δαπανών σε μια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση οδηγεί σε μεγαλύτερη ύφεση.
Είναι καιρός λοιπόν να σταματήσουμε να δίνουμε σημασία σε όλους αυτούς τους υποτιθέμενους σοφούς, που έχουν θέσει σε ομηρία τον πολιτικό μας διάλογο και έχουν επικεντρώσει κάθε συζήτηση στην μείωση των ελλειμμάτων. Έχουν βγει λάθος σε όλα – και ζούμε επιτέλους την εποχή που ακόμη και οι χρηματαγορές παραδέχονται πως πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην ανάπτυξη και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.