Ο Ιμρε Κέρτες (βραβείο Νομπέλ 2002) στο βιβλίο του «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου χωρίς πεπρωμένο» αφηγείται ότι, όταν επέστρεψε στην πατρίδα από τα στρατόπεδα των ναζιστών, τον ρώτησαν με αγωνία οι εναπομείναντες τι θα μπορούσαν να κάνουν.
«Τίποτα, φυσικά» τους απάντησε. «Τίποτα, ή έστω κάτι που θα ήταν εξίσου ανόητο όπως και το ότι δεν κάναμε τίποτα, φυσικά».
Και ο Κέρτες, νιώθοντας να εξοργίζεται όλο και περισσότερο από την ερώτηση αυτών που επιβίωσαν, επειδή είχαν κρυφτεί, συνέχισε: «Να κάνουμε τα βήματα».
Aλήθεια, πόσα βήματα έχουμε κάνει εδώ και δυο χρόνια που είμαστε περίπου υπό κατοχή;
Προχθές, ο επίορκος εφοριακός στην Ηλιούπολη. Χθες – ή μάλλον πριν από χρόνια – οι δύο πρώην υπουργοί, οι δύο πρώην βουλευτές και η νυν βουλευτής – (τους ξέρουμε) με τη διαπιστωμένη δυσαναλογία ανάμεσα στα περιουσιακά τους στοιχεία και το «πόθεν έσχες». («Το Βήμα» 15.7.2012). Αλλά και αύριο, και κατ’ εξακολούθησιν, και κατά τεκμήριο, άλλοι – πολιτικοί, γιατροί, δικηγόροι – και προφανώς όλοι οι άλλοι -αετονύχηδες, φοροφυγάδες, brokers, σύμβουλοι εταιρειών που προσφέρουν επενδυτικές λύσεις στους πολιτικούς, τους γιατρούς, τους δικηγόρους.
«Στο μεταξύ», γράφει πάλι ο Κέρτες, «μου διηγήθηκαν ότι και εδώ στην πατρίδα τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. (…) Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η κουραστική επανάληψη μιας λέξης με την οποία περιέγραφαν κάθε αλλαγή: έτσι «ήρθαν» λόγου χάρη τα σπίτια με το εβραϊκό αστέρι, «ήρθε» η 15η Οκτωβρίου, «ήρθαν» οι φασίστες, «ήρθε» το γκέτο, «ήρθε» η απελευθέρωση. Λες και δεν μπορούσαν πια να αντιληφθούν τις λεπτομέρειες, δεν εκτυλίσσονταν όλα με τη συνηθισμένη διαδοχή λεπτών, ωρών, ημερών και μηνών, αλλά κατά κάποιον τρόπο μεμιάς, κάπως μέσα σε μια δίνη».
Μεμιάς, κάπως μέσα σε μια δίνη, χωρίς να την αντιλαμβανόμαστε πλήρως και χωρίς να μπορούμε να ξεχωρίσουμε περιόδους, πράξεις, ευθύνες, παραλείψεις που την προκάλεσαν, εγκαταστάθηκε μοιρολατρικά η κρίση. Γιατί», γράφει ο Κέρτες, «όταν υπάρχει μοίρα, τότε η ελευθερία είναι αδύνατη. Οταν όμως υπάρχει ελευθερία, θα πει ότι η μοίρα είμαστε εμείς οι ίδιοι».
Ξέρω έναν άνθρωπο που ορίζει τη μοίρα του. Ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός. Είδε και απόειδε εδώ και διέπρεψε έξω.
Δοκίμασα τις προάλλες, στο Φεστιβάλ Αθηνών, για μια ακόμη φορά την ιδέα μου γι’ αυτόν τον μετα-αριστοτελικό άνθρωπο. Εστησε πάνω στο Insenso του Δημητριάδη μια α-νόητη, αναίσθητη (insenso) όπερα, χωρίς μελωδία, εκτός τόπου (όχι στην αίθουσα αλλά σε μια τεχνητή λίμνη πίσω από την Πειραιώς) και κυρίως εκτός χρόνου. Και με μια ανάλογη κίνηση του Μπρεχτ, που έβαζε βρεγμένα ρούχα στο πανέρι της ηθοποιού για να έχει ο γοφός της τη σωστή κίνηση της αλλοτριωμένης πλύστρας, ο Μαρμαρινός απέδειξε πως εκείνο που μετρά στον έρωτα δεν είναι ο Αλλος αλλά το «μερικό αντικείμενο». Και όπως στον Μπρεχτ, εκείνο που βαραίνει στο πανέρι δεν είναι τα ασπρόρουχα αλλά η Ιστορία, έτσι και στον Μαρμαρινό, εκείνο που ζητά ο έρωτας δεν είναι το νόημα αλλά το insenso.
Οταν το καταλάβουν όλοι οι πικραμένοι θεωρητικοί μιας εύκολης οντολογίας, θα έχουμε κάνει τα βήματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ