ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times
«Θα σου πω κάτι για τους πολύ πλούσιους. Είναι διαφορετικοί από μένα και σένα». Αυτό έγραψε ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ – και δεν εννοούσε απλώς ότι έχουν περισσότερα χρήματα. Αυτό που εννοούσε, εν μέρει τουλάχιστον, είναι ότι πολλοί υπερ-πλούσιοι περιμένουν ένα επίπεδο υποταγής στις απαιτήσεις τους, που εμείς οι υπόλοιποι δεν θα βιώσουμε ποτέ, και θίγονται βαθύτατα όταν δεν τυγχάνουν της ειδικής μεταχείρισης που οι ίδιοι θεωρούν εκ γενετής δικαίωμά τους.
Και επειδή το χρήμα έχει φωνή, η υπεροψία αυτή – το παράπονο, θα λέγαμε, των πλουτοκρατών – έχει γίνει κυρίαρχος παράγοντας επιρροής της πολιτικής ζωής στις ΗΠΑ.
Τώρα πια, δεν αποτελεί μυστικό ότι πολλοί εκ των πλουσιότερων Αμερικανών – συμπεριλαμβανομένων ορισμένων πρώην υποστηρικτών του Ομπάμα – μισούν, με όλη τη σημασία της λέξης, τον πρόεδρο Ομπάμα. Ο λόγος; Αν ρωτήσουμε τους ίδιους θα πουν ότι είναι επειδή ο Ομπάμα «δαιμονοποιεί» τις επιχειρήσεις – ή όπως το έθεσε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ο Μιτ Ρόμνι: «επιτίθεται στην επιτυχία». Ακούγοντάς τους νομίζει κανείς ότι ο πρόεδρος είναι μετενσάρκωση του παλιού κυβερνήτη της Λουϊζιάνα Χιούι Λονγκ, που κήρυσσε το ταξικό μίσος και την ανάγκη τιμωρίας των πλούσιων.
Φυσικά, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι παράλογοι. Στην πραγματικότητα, ο κ. Ομπάμα κάνει τα πάντα για να δείξει την υποστήριξή του στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα και την πεποίθησή του ότι το να αποκτά κανείς πλούτο είναι απολύτως θεμιτό. Το μόνο που έχει κάνει ο Ομπάμα είναι ότι υπαινίχθηκε πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι επιχειρήσεις συμπεριφέρονται άσχημα, και για τον λόγο αυτό είναι αναγκαίοι κάποιοι θεσμικοί έλεγχοι, ιδίως στον χρηματοοικονομικό κλάδο.
Δεν έχει, όμως, καμία σημασία: ακόμη και ο παραμικρός υπαινιγμός ότι κάποιες φορές οι πλούσιοι μπορεί και να μην επιδεικνύουν εξολοκλήρου αξιέπαινη συμπεριφορά, είναι αρκετή για να εξοργίσει τους πλουσίους. Για δύο χρόνια και πλέον, η Γουόλ Στριτ κάνει σαν παιδάκι που γκρινιάζει: «Μαμά, αυτός ο τύπος με αγριοκοιτάζει!»
Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Όχι μόνον οι υπέρ-πλούσιοι νιώθουν βαθιά προσβεβλημένοι απέναντι στην ιδέα πως κάποιος της τάξης τους ενδέχεται να υποβληθεί σε κριτική, αλλά επιμένουν κιόλας πως η υποτιθέμενη αντιπάθεια του Ομπάμα απέναντί τους είναι η αιτία των οικονομικών δεινών της χώρας. Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν, λένε, γιατί οι επικεφαλής τους νιώθουν πως δεν χαίρουν εκτίμησης. Το ίδιο επανέλαβε και ο κ. Ρόμνι, υποστηρίζοντας ότι επειδή ο πρόεδρος επιτίθεται στην επιτυχία, αυτός είναι ο λόγος που «έχουμε λιγότερες επιτυχίες».
Και αυτό, επίσης, είναι τρελό (και είναι ενοχλητικό ότι ο κ. Ρόμνι φαίνεται να ενστερνίζεται την λανθασμένη αυτή αντίληψη για τα αίτια των δεινών της εθνικής οικονομίας). Δεν αποτελούν μυστήριο οι λόγοι για τους οποίους η οικονομική ανάκαμψη της οικονομίας είναι τόσο ισχνή. Ο στεγαστικός τομέας παραμένει σε παρακμή μετά από την τεράστια φούσκα, και η ζήτηση καταναλωτικών αγαθών συγκρατείται από τα υψηλά επίπεδα χρέους των νοικοκυριών, σαν αποτέλεσμα αυτής της φούσκας.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις στην πραγματικότητα έχουν διατηρηθεί σε σχετικά καλά επίπεδα, δεδομένης της μειωμένης ζήτησης των αγαθών. Γιατί θα πρέπει οι επιχειρήσεις να επενδύουν περισσότερα από τη στιγμή που δεν έχουν αρκετούς πελάτες για καλύψουν την ήδη υπάρχουσα προσφορά;
Δεν έχει καμία σημασία. Επειδή οι πλούσιοι είναι διαφορετικοί από μένα και από σένα, πολλοί από αυτούς είναι απίστευτα εγωκεντρικοί. Δεν βλέπουν καν πόσο αστείο είναι – πόσο γελοίοι φαίνονται – όταν αποδίδουν τις αδυναμίες μιας οικονομίας 15 τρισ. δολαρίων στα δικά τους θιγμένα αισθήματα. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανείς να τους το πει, αφού ζουν έγκλειστοι μέσα στην ασφάλεια που τους προσφέρει η φούσκα της υπεροψίας και της κολακείας.
Εκτός, βέβαια, όταν είναι υποψήφιοι για δημόσια αξιώματα.
Όπως σε όλους όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις, μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι η προεκλογική εκστρατεία του κ. Ρόμνι φάνηκε να αιφνιδιάζεται από τα ερωτήματα σχετικά με την καριέρα του κ. Ρόμνι στην Bain Capital, την εταιρία επενδύσεων την οποία ο ίδιος ίδρυσε, και την άρνησή του να δώσει στη δημοσιότητα τις φορολογικές του δηλώσεις.
Δεν θα έπρεπε ένας πολύ πλούσιος πολίτης που είναι υποψήφιος για το προεδρικό αξίωμα – και ο οποίος χρησιμοποιεί ως επιχείρημα στην προεκλογική εκστρατεία του ακριβώς αυτές τις ικανότητες, που ως επιχειρηματία τον οδήγησαν στην επιτυχία – να θεωρεί αναμενόμενη τη συζήτηση γύρω από τη φύση αυτής της επιτυχίας του; Δεν είναι προφανές ότι η άρνησή του να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων πριν από το 2010 εγείρει από μόνη της κάθε είδους υποψίες;
Παρεμπιπτόντως, αν και κανείς μας δεν γνωρίζει τι είναι αυτό που θέλει να κρύψει ο κ. Ρόμνι με την άρνησή του, το γεγονός ότι συνεχίζει να υψώνει τείχη, παρά τις εκκλήσεις τόσο των ρεπουμπλικάνων όσο και των δημοκρατικών να αποκαλύψει τα εν λόγω στοιχεία, μας προϊδεάζει για κάτι δυνητικά πολύ επώδυνο για την υποψηφιότητα του.
Σε κάθε περίπτωση, είναι πλέον προφανές ότι το προεκλογικό επιτελείο του Ρόμνι ήταν προετοιμασμένο για τα προφανή ερωτήματα, και πως η υστερική αντίδραση στην απόφαση του επιτελείου Ομπάμα να θέσει αυτά τα ερωτήματα προέρχεται από την κορυφή. Προφανώς, ο κ. Ρόμνι πίστεψε πως θα μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα ενώ ταυτόχρονα θα παρέμενε ασφαλής εντός της πλουτοκρατικής του φούσκας. Τον εξοργίζει και τον σοκάρει η ανακάλυψη ότι οι κανόνες που ισχύουν για τους άλλους ισχύουν και για ανθρώπους όπως ο ίδιος. Όπως έγραφε ο Φιτζέραλντ για τους πλούσιους: «Πιστεύουν κατά βάθος ότι είναι καλύτεροι από μας».
Εντάξει, ας το δούμε ψύχραιμα. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί, ίσως και οι περισσότεροι πλούσιοι Αμερικανοί δεν ταιριάζουν στην παραπάνω περιγραφή του Φιτζέραλντ. Υπάρχουν πολλοί υπέρ-πλούσιοι Αμερικανοί που έχουν αίσθηση του μέτρου και είναι περήφανοι για τα επιτεύγματά τους χωρίς να πιστεύουν ότι η επιτυχία τους τούς δίνει το δικαίωμα να ζουν με διαφορετικούς κανόνες. Όμως, φαίνεται ότι ο Μιτ Ρόμνι δεν είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Και η ανακάλυψη αυτή είναι ίσως πιο σημαντική από αυτό που κρύβει στις αδημοσίευτες φορολογικές του δηλώσεις.