ΤΟ ΒΗΜΑ- THE PROJECT SYNDICATE

Συνήθως ο διάλογος για το τι πρέπει να γίνει με την Μέση Ανατολή χαρακτηρίζεται από την αντιπαράθεση μεταξύ ιδεαλιστών και ρεαλιστών. Μια κλασική τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Μπαχρέιν, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με την Σαουδική Αραβία, όπως και με την Αίγυπτο: οι μεν απευθύνουν εκκλήσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες με συμφέροντα και επιρροή στην περιοχή, καλώντας τες να παρέμβουν για να υπερασπιστούν τις αρχές της δημοκρατίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ οι δε εκφράζουν φόβους ότι θα υπάρξει κίνδυνος για τα εθνικά συμφέροντα ασφαλείας, θα ζημιωθούν αν πέσουν τα φιλοδυτικά απολυταρχικά καθεστώτα. Έτσι, οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης και των ΗΠΑ προσπαθούν συχνά να τετραγωνίσουν τον κύκλο με συμβιβαστικές λύσεις, που και αναποτελεσματικές είναι, και τελικά δεν ικανοποιούν κανέναν.

Η περίπτωση όμως της Συρίας έρχεται σε αντίθεση με αυτή την τάση, αφού σε αυτήν τα στρατηγικά και τα ανθρωπιστικά συμφέροντα ευθυγραμμίζονται. Από στρατηγική σκοπιά, αρκετές είναι οι κυβερνήσεις που επιθυμούν την πτώση ενός καθεστώτος στενά συνδεδεμένου με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Συνάμα, υπάρχει έντονο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για την απομάκρυνση ενός καθεστώτος που έχει σκοτώσει κάπου 15000 – αν όχι και περισσότερους- υπηκόους του.

Όμως μια ένοπλη επέμβαση θα αποτελούσε μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση, η ανάληψη της οποίας θα απαιτούσε όχι μόνο υπολογίσιμες αεροπορικές δυνάμεις (με δεδομένη την ισχυρή αεράμυνα της Συρίας) αλλά και χερσαίες δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν τις τουλάχιστον δύο μάχιμες μεραρχίες που παραμένουν πιστές στον Πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ. Ταυτόχρονα, η ίδια η κατακερματισμένη φύση της συριακής κοινωνίας προεξοφλεί ότι η παραμονή ξένων στρατευμάτων θα είναι όχι μόνο παρατεταμένη αλλά και δύσκολη.

Μία εναλλακτική λύση αντί της στρατιωτικής επέμβασης είναι η παροχή όπλων και άλλων μορφών στήριξης προς την αντιπολίτευση. Αυτό συμβαίνει ήδη, προκειμένου οι εξεγερμένοι να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Όμως ο εξοπλισμός της αντιπολίτευσης έχει μειονεκτήματα, αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος να πυροδοτηθεί ένας εμφύλιος πόλεμος και να σκληρύνει ακόμη περισσότερο η στάση των υποστηριχτών του Άσαντ. Επίσης, δεν αποκλείεται μετά την πτώση του καθεστώτος να χρησιμοποιηθεί όλος αυτός ο εξοπλισμός σε έναν νέο εμφύλιο μεταξύ των διαφόρων ομάδων που θα επιχειρήσουν να καταλάβουν την εξουσία, κάτι που αν γίνει θα κάνει ακόμη πιο αιματηρή την επόμενη ημέρα για την Σύρια.

Ωστόσο δεν είναι απαραίτητο πως μια παρέμβαση πρέπει απαραίτητα να γίνει με τα όπλα. Υπάρχουν και άλλα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο υπόλοιπος κόσμος για να απαλλαχθεί από το καθεστώς Άσαντ.

Κατά πρώτον πρέπει να ενισχυθούν οι διεθνείς κυρώσεις. Πρέπει και στην περίπτωση της Σύριας να ακολουθηθεί το παράδειγμα των κυρώσεων που εφαρμόζονται σε βάρος του Ιράν, ιδιαίτερα όσον αφορά τους κλάδους της ενέργειας και των τραπεζών.

Οι ελίτ της Σύριας, που υποστηρίζουν ακόμη το καθεστώς, θα πρέπει να πληρώσουν ένα πρόσθετο τίμημα. Η κατάργηση των αεροπορικών δρομολογίων προς και από τη Σύρια είναι βέβαιο πως θα δυσαρεστήσει όλους όσους ταξιδεύουν τακτικά στο Παρίσι, το Λονδίνο και άλλες δυτικές πρωτεύουσες.

Αλλά και οι αραβικές κυβερνήσεις που δεν είναι ικανοποιημένες με την κατάσταση στη Συρία μπορούν να κάνουν περισσότερα για να επισπεύσουν την επιθυμητή αλλαγή. Μπορούν να διακόψουν κάθε δεσμό με Συρία, και θα πρέπει να υποβαθμίσουν τις εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις τους με τη Ρωσία, τον υπ΄ αριθμόν ένα υποστηρικτή του καθεστώτος, μέχρι το Κρεμλίνο υποχρεωθεί να αλλάξει πολιτική.

Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ανασυσταθεί εκ βάθρων η διπλωματική αποστολή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, επικεφαλής της οποίας είναι ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν. Η εποχή που γινόταν προσπάθεια για έναν συμβιβασμό, μέσω μιας συμφωνίας με την κυβέρνηση Άσαντ για την προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που θα ικανοποιούσαν την αντιπολίτευση, έχει περάσει ανεπιστρεπτί – αν υπήρξε και ποτέ αληθινή προοπτική για κάτι τέτοιο. Σκοπός της διπλωματίας πρέπει πια να είναι η αποχώρηση του Άσαντ και του στενού του κύκλου και η ομαλή μετάβαση σε μία νέα πολιτική τάξη πραγμάτων, στη βάση της οποίας θα βρίσκεται το κράτος δικαίου.

Βλέπουμε ήδη αρκετούς από τους μέχρι πρότινος στενότερους συνεργάτες του να εγκαταλείπουν το πλοίο, που σωστά συνειδητοποιούν πως πρόκειται να βουλιάξει. Ένας τρόπος για να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία είναι, να απειληθούν ευθέως όσα μέλη της κυβέρνησης συμμετέχουν στην εκστρατεία εναντίον του λαού της Σύριας πως, αν δεν αποχωρήσουν από τα αξιώματα τους ως π.χ. τις 15 Αυγούστου, θα κατηγορηθούν για εγκλήματα πολέμου. Μια ονομαστική αναφορά σε αυτά τα πρόσωπα μπορεί να άλλαζε τον τρόπο σκέψης πολλών στην Δαμασκό.

Επίσης, οι αυτομολήσεις στελεχών ίσως μάλιστα πολλαπλασιαστούν αν η αντιπολίτευση επιδείξει διαλλακτικότητα και διάθεση συνεργασίας. Η μειονότητα των Αλεβιτών φοβάται ότι θα έχει την ίδια μοίρα με την μειονότητα των Σουνιτών στο Ιράκ μετά τον Σαντάμ. Ο μόνος τρόπος να τους καθησυχάσεις είναι να τους πείσεις πως η εναλλακτική λύση που τους προσφέρεις θα στηρίζεται σε κοινές για όλους αρχές, πέρα από εθνο-θρησκευτικές διαφορές.
Εν ολίγοις, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση στη Συρία δικαιολογεί μια εξωτερική επέμβαση, η οποία όμως δε θα στηρίζεται σε ένοπλα μέσα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια προσέγγιση που θα εξασφαλίσει την αναίμακτη αποχώρηση Ασάντ και ταυτόχρονα θα μπορεί να παρέχει ένα πλαίσιο ώστε να αυτή να μην συνοδευτεί από ένα όργιο εκδίκησης, βίας και χάους

*O Ριτσαρντ Χάας είναι από το 2003 Πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθεσεων. Έχει διατελέσει ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Μπους για την Βόρεια Ιρλανδία και το Πακιστάν, θέση από την οποία ωστόσο παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο στο Ιράκ.