Δυστυχώς, δεν πρόκειται για ποδόσφαιρο: βάζεις το γκολ, πανηγυρίζουν οι οπαδοί στις κερκίδες… Οσο κι αν οι απλοϊκές και επίπεδες προσεγγίσεις είναι συχνά θελκτικές, τα πράγματα στην ευρωζώνη είναι κάτι παραπάνω από μπλεγμένα και οι χθεσινές αποφάσεις κάθε άλλο παρά τα ξεκαθάρισαν: είναι ίσως μία από τις κλασικές εκείνες περιπτώσεις, που η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που φαίνεται.
Πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι η γερμανική πολιτική υπέστη μια σημαντική ήττα στη Σύνοδο Κορυφής – μακάρι η παρούσα στήλη να μπορούσε να συμμεριστεί τις απόψεις τους. Ομως αυτή η «ήττα» ήταν πολύ περισσότερο συμβολική παρά πραγματική. Αντιθέτως, επί του πραγματικού πεδίου, ίσως μπορεί κανείς να πει ότι το Βερολίνο εξασφάλισε μια «νίκη». Κατά κάποιο τρόπο, οι Γερμανοί τα πήραν όλα. Ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε σε τάξη.
Πρώτον, με τα 130 δισ. του Συμφώνου Ανάπτυξης η Γερμανία εξασφάλισε κάτι πολύ πιο σημαντικό γι’ αυτήν: την τελική αποδοχή και κύρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, το οποίο αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής τους και θα «φορεθεί» πλέον οριστικά στην ευρωζώνη.
Η «ανταλλαγή» αυτή ήταν για το Βερολίνο μια εξαιρετικά συμφέρουσα συμφωνία, μια τρομερή «ευκαιρία». Απελευθέρωσαν ένα σχετικά μικρό ποσό, μέρος του οποίου πιθανότατα θα καλυφθεί με έμμεσους τρόπους, όπως τίτλους ή διάφορα εγγεγραμμένα αδιάθετα – ανάμεσά τους ίσως και από το ελληνικό ΕΣΠΑ -, αλλά σε αντάλλαγμα, «τσιμέντωσαν» τους σκληρούς δημοσιονομικούς κανόνες στους οποίους μόνον εκείνοι και ελάχιστες άλλες χώρες μπορούν να ανταποκριθούν.
Οσο για την αντιμετώπιση του μείζονος θέματος της ανεργίας στον ευρωπαϊκό Νότο, ο οποίος κινείται σε επίπεδα υπερτριπλάσια του γερμανικού, είναι αστείο και να συζητά κανείς ότι θα αντιμετωπιστεί έστω και στοιχειωδώς με αυτά τα 130 δισ.
Δεύτερον, η συμφωνία για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της Ισπανίας δεν είναι κάτι που σώζει μόνο τις ίδιες. Σώζει και τις γερμανικές στον βαθμό που είναι «ανοιχτές» σε σχέση με τις ισπανικές. Ταυτόχρονα, οι συμφωνίες που θα προκύψουν γι’ αυτή τη διαδικασία θα φέρουν – μέσω ενός μηχανισμού που δεν ξέρουμε ακόμα πώς ακριβώς θα λειτουργήσει – τις ισπανικές τράπεζες που θα λάβουν βοήθεια ένα βήμα πιο κοντά στα γερμανικά χέρια, αφού οι Γερμανοί ελέγχουν ήδη πλήρως επί της ουσίας τους δύο μηχανισμούς.
Οσο για τις ελληνικές τράπεζες, η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής τους έχει καταστήσει τη χώρα (όχι τις τράπεζες, αλλά τη χώρα) δέσμια ενός καθεστώτος πολύ χειρότερου από αυτό που πέτυχαν οι Ισπανοί. Γενικά, για την Ελλάδα οι χθεσινές εξελίξεις επίσης δεν είναι ευοίωνες όσο περιγράφονται – ίσως το αντίθετο μάλιστα. Αλλά αυτό ας περιμένουμε να το δόυμε μετά από την επιστροφή της τρόικας.
Ακόμα κι αν αυτή τη φορά το ΔΝΤ, υπό την αμερικανική πίεση, θελήσει να χαλαρώσει την ασφυξία της χώρας, θα δούμε τη στάση του Βερολίνου, ενώ μόνο να ελπίζουμε μπορούμε ότι η χώρα δεν έχει πλησιάσει από χθες ακόμα περισσότερο στον ρόλο της Ιφιγένειας.
Τρίτον, το πιο σημαντικό πρόβλημα, το δημόσιο χρέος, ιδίως της Ιταλίας, δεν θα επιβαρυνθεί μεν δραματικά περισσότερο από τα εξωφρενικά επιτόκια δανεισμού που αντιμετώπιζε η χώρα πριν από αυτές τις εξελίξεις, όμως σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζεται. Σε συνδυασμό δε με τις πρόνοιες του προαναφερθέντος Δημοσιονομικού Συμφώνου, κάθε άλλο παρά απομακρύνει την Ιταλία από τη μεσοπρόθεσμη υπαγωγή στην επιτροπεία μιας τρόικας.
Την ίδια στιγμή, οι χθεσινές αποφάσεις απομάκρυναν ακόμη περισσότερο τη μόνη αληθινή θεραπεία, που θα ήταν το ευρωομόλογο ή το τύπωμα χρήματος, όπως κάνουν όλες οι μεγάλες οικονομίες του Δυτικού Κόσμου, ιδίως οι ΗΠΑ, και μάλιστα χωρίς τέτοιου είδους κρίση.
Συμπερασματικά, αυτό που συνέβη με τις χθεσινές αποφάσεις είναι ότι δεν αντιμετώπισαν στο ελάχιστο τα δομικά προβλήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα «υπαρξιακά» ρήγματα της ευρωζώνης, αλλά μόνο την οξεία, άμεσα επικίνδυνη έκφρασή τους και μάλιστα μόνο σε ορισμένες πλευρές.
Οι χώρες που αφορούν αυτές οι αποφάσεις πήραν μεν ανάσα ζωής, αλλά στην ουσία η ζωή αυτή σύντομα θα καταλήξει να διευθύνεται από το Βερολίνο. Επί της ουσίας οι Γερμανοί τα «πήραν όλα» – και αυτό φυσικά το γνωρίζουν οι άνθρωποι κλειδιά σε διάφορες ευρωπαικές χώρες.
Ομως την ίδια στιγμή, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, αυτή η Σύνοδος Κορυφής ήταν η αρχή του τέλους της γερμανικής Ευρώπης. Για πρώτη φορά από την αρχή της μεγάλης κρίσης η Γερμανία βρήκε χθες και προχθές μια πρώτη αντίσταση στην ξέφρενη μέχρι τώρα πορεία της για την εξ εφόδου κατάληψη της Ευρώπης μέσω του κοινού νομίσματος.
Σε στενή συνεργασία και συνεννόηση, με συστηματική προετοιμασία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία έβαλαν, έστω και επιδερμικά, το Βερολίνο για πρώτη φορά στη γωνία – και αυτό δεν είναι λίγο. Η γερμανική ηγεσία βίωσε την απόλυτη μοναξιά και βρέθηκε μπροστά σε εκπλήξεις που μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες της ήταν απλώς αδιανόητες.
Φυσικά, όλα αυτά ήταν και ένα απτό μέτρο σύγκρισης για το θλιβερό ανάστημα και την απόλυτη ανικανότητα που επέδειξαν οι ελληνικές ηγεσίες αυτών των δύο ετών της κρίσης: ο Μάριο Μόντι απείλησε ευθέως και σκληρά ότι θα μπλοκάρει τις συνθήκες, κάτι που η Ελλάδα ουδέποτε διανοήθηκε να πράξει.
Εχει όμως σημασία να μην ξεχνάμε το πώς φτάσαμε ως εδώ. Το καθοριστικό κλειδί γι’ αυτή τη μεταβολή ήταν ασφαλώς το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών: με την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ ήταν που κατέρρευσε ο γαλλογερμανικός άξονας, δηλαδή η πλήρης ηγεμονία του Βερολίνου, με τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας να της παρέχει το φύλλο συκής μίας δήθεν ευρύτερη νομιμοποίηση. Αν ο γαλλικός λαός δεν είχε στείλει χθες τον Ολάντ να κάθεται στο τραπέζι, όλα όσα έγιναν θα ήταν απλώς αδιανόητα.
Και τι ήταν το κυριότερο που έγινε; Ηταν ότι «η Ευρώπη του ενός», όπως τη ζήσαμε τα δύο τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει πια: έστω και σε ένα επιφανειακό επίπεδο μια νέα δυναμική ξεκινά, καθώς τώρα και άλλοι παίκτες μπαίνουν επιτέλους στο παιχνίδι. Και μάλιστα όχι μόνο μέσα από την Ευρώπη: είναι κοινό μυστικό ότι η στάση του νέου «άξονα» που σχηματίστηκε απέναντι στη γερμανική ηγεμονία διαθέτει και την αμέριστη, ενεργό παρασκηνιακή στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στα πλαίσια αυτής της πολυπλοκότητας, που δεν είναι ίσως αρεστή σε όσους θέλουν να βλέπουν τα πράγματα σχηματικά και επίπεδα, με ποδοσφαιρικούς όρους, δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες: η Γερμανία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την πολιτική της εθνικής επικράτησης που επί τόσο καιρό συστηματικά και αταλάντευτα ασκεί με όπλο την κρίση χρέους και το κοινό νόμισμα. Δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι προς αυτή την κατεύθυνση – το αντίθετο μάλιστα.
Μακάρι λοιπόν οι ηγεσίες των χωρών που κινδυνεύουν από αυτή την πολιτική να μην επαναπαυθούν στις χθεσινές τους μάλλον «πλαστικές» δάφνες. Βεβαίως, κι αν ακόμα το πράξουν, υπάρχει κάτι που σύντομα θα επαναφέρει τις βαθύτερες αλήθειες στο προσκήνιο. Και αυτό, είναι το πιο δυνατό απ’ όλα.
Είναι η πραγματικότητα: από αυτήν θα ηττηθεί τελικά η πολιτική του Βερολίνου, για τον πολύ απλό λόγο, ότι η εκπλήρωσή της εξακολουθεί να περνά μόνο μέσα από τη συστηματική «κινεζοποίηση» και τη γερμανική ηγεμόνευση της μισής Ευρώπης: αυτό, που είναι το ουσιαστικό, δεν άλλαξε στο ελάχιστο.