Η περίπτωση της Ελλάδας ωστόσο – δυστυχώς για τους Έλληνες πολίτες- είναι διαφορετική. Είναι η μοναδική χώρα που πρώτα χρεοκόπησε το κράτος και μετά οι τράπεζες.
Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής έχει ωστόσο διπλή ανάγνωση για τη χώρα. Αν δεχτούμε ότι η ευρωζώνη με την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απευθείας από τον EFSF έκανε ένα βήμα προς τη σωτηρία του ευρώ, από την άλλη αυτό σημαίνει ότι σταδιακά θωρακίζεται και από τις επιπτώσεις από την πιθανή έξοδο ενός κράτους μέλους ,εν προκειμένω της Ελλάδας, από την ευρωζώνη…
Αυτό αφαιρεί ακόμη περισσότερη ισχύ από την ισχνή ούτως ή άλλως διαπραγματευτική θέση της χώρας και προφανώς δεν θα μπορούσε να θέσει βέτο τα ξημερώματα της Παρασκευής- όπως απείλησε να το κάνει ο κ. Μόντι- για λογαριασμό της ελληνικής πλευράς ο πρόεδρος της δημοκρατίας που αντικαθιστούσε τον ασθενούντα πρωθυπουργό… Ούτως ή άλλως για τη χώρα θα γίνει μία ειδική σύνοδος κορυφής τον Ιούλιο και μέχρι τότε η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να δείξει καλή διαγωγή προχωρώντας άμεσα σε ιδιωτικοποιήσεις και κλείσιμο δημόσιων οργανισμών.
Στην πρεμούρα της ωστόσο να αποδείξει ότι κινείται ταχύτατα προς τη λογική των διαρθρωτικών αλλαγών κινδυνεύει να απολέσει και τα όποια εργαλεία της έχουν απομείνει για την ανασύνταξη της οικονομίας. Και αναφερόμαστε στον πρωτογενή τομέα όπου πέρα από την ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ, παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις του πρωθυπουργού, με ότι αυτό συνεπάγεται για την τύχη στρατηγικών τομέων της αγροτικής οικονομίας όπως π.χ. η Δωδώνη που συνδέεται με το εθνικό προϊόν τη φέτα ή η βιομηχανία ζάχαρης ή η ΣΕΚΑΠ, οδεύει προς κατάργηση και το Εθνικό Ίδρυμα Γεωργικών Ερευνών (το ΕΘΙΑΓΕ).
Αν το ΕΘΙΑΓΕ δεν εξυπηρετούσε το τελευταίο διάστημα τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε δηλαδή την προώθηση της εφαρμοσμένης γεωργικής έρευνας, στο χέρι της νέας κυβέρνησης ήταν να το επανασυστήσει και να το επαναδραστηριοποιήσει…
Για μία χώρα όμως που είναι τελευταία στην Ευρώπη των 27 σε κονδύλια ως ποσοστό του ΑΕΠ για την έρευνα, το να παραδώσει την αγροτική της οικονομία στην επέλαση ιδιωτικών πολυεθνικών στον τομέα του πολλαπλασιαστικού υλικού και της φυτοπροστασίας, αυτό σημαίνει ότι ξεπουλά την ελπίδα και την τελευταία της ευκαιρία για επανάκαμψη της πραγματικής της οικονομίας που είναι ο πρωτογενής τομέας.
Χωρίς στρατηγικά όπλα και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό δεν προχωρά η αγροτική οικονομία σε καμιά προηγμένη χώρα. Πάρτε το παράδειγμα της Ισπανίας η οποία βρέθηκε κι αυτή ένα βήμα πριν από την επιβολή Μνημονίου. Στον τομέα της αγροτικής έρευνας βρίσκεται μακράν μπροστά από άλλες μεσογειακές χώρες (ακόμη και από την Ιταλία και τη Γαλλία) αφού πέτυχε να έχει πρώιμες ποικιλίες στα φρούτα, ενώ μετέτρεψε όλη τη ζώνη της πεδιάδας της Σεβίλλης από βαμβακοπαραγωγική σε ελαιουργική χάρη στην προώθηση της λεγόμενης κοντής ελιάς (arbekina) που μέσω της μηχανοσυλλογής έβγαλε εκτός ανταγωνισμού από τις διεθνείς αγορές, το ελληνικό και το Ιταλικό ελαιόλαδο (συλλέγεται ακόμη με δίχτυα ο καρπός)…
Η χώρα διαθέτει πλούσιο επιστημονικό δυναμικό στον τομέα της γεωργίας και απόδειξη τούτου είναι ότι στο τιμόνι του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης βρίσκεται ένας καθηγητής της γεωπονικής σχολής στον τομέα της γενετικής. Ασφαλώς και υπάρχουν άλλοι «κηφήνες» του δημόσιου τομέα από τους οποίους θα έπρεπε να ξεκινήσει η δημοσιονομική εξυγίανση και όχι από την έρευνα… Διότι διαφορετικά θα αποδειχτεί αυτό που λέει ο σοφός λαός ότι γινόμαστε «ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι»…