Καθώς οι φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις βρίσκονται στο τελευταίο τους στάδιο (με την ανακοίνωση των βαθμολογιών των υποψηφίων, τις προβλέψεις για την κίνηση των βάσεων, τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού και τελικά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής) επανέρχεται στην δημόσια συζήτηση η τελευταία πρόταση της προηγούμενης ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας η οποία, ανάμεσα σε άλλα, προέβλεπε την εισαγωγή εξετάσεων πανελλαδικού τύπου σε όλες τις τάξεις του Λυκείου).

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι οι συχνές εξετάσεις κινητοποιούν το μαθητή και πριμοδοτούν τη διαδικασία της μάθησης κόντρα με τα πορίσματα της παιδαγωγικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης που βλέπουν με εντελώς διαφορετικό μάτι τη σχέση σχολείου και εξετάσεων.

Είναι φανερό ότι η επιμονή στο εξεταστικοκεντρικό σχολείο δεν συνδέεται μόνο με την εισαγγελικού τύπου σχολική ετυμηγορία και την απόρριψη των αδυνάτων ούτε μόνο με τη δημιουργία συνθηκών φροντιστηριακής προσφυγιάς.

Να το πούμε προκαταβολικά: οι εξετάσεις και ιδιαίτερα οι τόσες πολλές εξετάσεις, μας διδάσκουν πολύ περισσότερα από όσα μας εξετάζουν. Με λίγα λόγια οι εξετάσεις δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη διαπίστωση των γνώσεών μας όσο να μας διδάξουν ό,τι δεν μπορούν (ή δεν μπορούν τόσο καλά) να μας διδάξουν οι πιο τυπικές όψεις της εκπαίδευσης.

Να ένας σύντομος κατάλογος για το τί «διδάσκουν» οι τόσες πολλές εξετάσεις:
Η πίεση των εξετάσεων αναγκάζει τους μαθητές να πιστέψουν ότι ο καθένας λαμβάνει αυτά για τα οποία έχει δουλέψει· ότι τα κριτήρια είναι αντικειμενικά και δίκαια και συνεπώς ότι αυτοί που αποδίδουν καλύτερα, πράγματι το αξίζουν. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για αυτούς που δεν αποδίδουν καθόλου. Μετά από λίγο, αυτή η νοοτροπία μεταφέρεται και σε ό,τι βρίσκουν οι μαθητές στην υπόλοιπη κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και των δικών τους αποτυχιών στη ζωή και η οποία τους ενθαρρύνει να «κατηγορούν το θύμα» (τους ίδιους τους τούς εαυτούς ή τους άλλους) και να νοιώθουν ένοχοι για κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι δικό τους λάθος.

Ο χρονικός περιορισμός καθώς και η μορφή των εξετάσεων, προετοιμάζει τους μαθητές για την πιο άκαμπτη εργασιακή πειθαρχία που βρίσκεται μπροστά τους.

Επειδή οι εξετάσεις είναι «διαταγές» που δεν τίθενται σε αμφισβήτηση, οι τόσες πολλές εξετάσεις προετοιμάζουν τους μαθητές να αποδέχονται χωρίς σκέψη τις εντολές που θα προέρχονται από τους μελλοντικούς εργοδότες τους.

Επειδή οι περισσότερες εξετάσεις δίνονται σε ατομικό επίπεδο και ο καθένας μας παλεύει να τα πάει όσο το δυνατόν καλύτερα, δημιουργείται η πεποίθηση πως οι εξετάσεις αφορούν τους μαθητές ως άτομα. Οι συνεργατικές λύσεις ισοδυναμούν με κλεψιά, αν κάποιος τις σκέφτεται ως λύσεις. Πάλι και σε αυτή την περίπτωση, είναι εμφανείς οι επιπτώσεις για το πώς οι μαθητές θα πρέπει να προσεγγίζουν τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν αργότερα στη ζωή τους.

Επίσης, οι εξετάσεις παίζουν τον κεντρικό ρόλο στον καθορισμό της διδακτέας ύλης, αδιαφορώντας για ό,τι υλικό δεν σχετίζεται με τις εξετάσεις. Το πρώτο πράγμα που παραλείπεται από το πιεστικό πρόγραμμα σπουδών είναι οι ίδιες οι αναζητήσεις των μαθητών σε προβλήματα που ανακύπτουν ως συλλογική αντανάκλαση των κύριων σημερινών προβλημάτων (όπως ο πόλεμος), οι εναλλακτικές αντιλήψεις, η εξερεύνηση θεμάτων και εν γένει οτιδήποτε προωθεί τη δημιουργική, συνεργατική ή κριτική σκέψη. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι η ιθύνουσα τάξη δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να συναλλάσσεται με εργάτες, καταναλωτές και πολίτες με τις παραπάνω ικανότητες.

Εν τέλει, οι πολλαπλές εξετάσεις έχουν μετατραπεί σε έναν από τους κύριους παράγοντες που καθορίζουν τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ μαθητών (με τους μαθητές να βλέπουν ο ένας τον άλλο ως ανταγωνιστές για καλύτερους βαθμούς), τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ μαθητών και καθηγητών (με τους περισσότερους μαθητές να βλέπουν τους καθηγητές τους πρώτα απ’ όλα ως εξεταστές και βαθμολογητές και με τους περισσότερους καθηγητές να βλέπουν σε μεγάλο βαθμό τους μαθητές τους σύμφωνα με το πώς τα πήγαν στις εξετάσεις), τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ δασκάλων και διευθυντών (καθώς οι διευθυντές έχουν «αντικειμενικά» κριτήρια με τα οποία αποτιμούν την απόδοση των δασκάλων) ακόμα και τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ σχολικών διευθυντών και διάφορων κρατικών σωμάτων (καθώς χρησιμοποιείται το ίδιο κριτήριο από το κράτος για να κρίνει το έργο των σχολείων). Κοντολογίς, οι εξετάσεις διαμορφώνουν όλες τις σχέσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, με ένα τρόπο παρόμοιο με εκείνο που το χρήμα -ο άλλος μεγάλος πλανευτής και νοθευτής- διαμορφώνει τις σχέσεις στην κοινωνία και μάλιστα με τα ίδια αποτελέσματα.

Μόλις συνθέσουμε όλα αυτά τα κομμάτια, είναι ξεκάθαρο ότι η μανία αύξησης του αριθμού των εξετάσεων για τους μαθητές όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων δεν έχει να κάνει με την «ανύψωση των στάνταρς», όπως θέλει ο κοινός μύθος, αλλά με την ανάπτυξη ενός εκτεταμένου ελέγχου πάνω σ’ ολόκληρη την εκπαιδευτική διαδικασία, ελέγχου που θα επιτρέψει στην ιθύνουσα τάξη να κατευθύνει εκεί που θέλει το αναγκαίο έργο της κοινωνικοποίησης.

*Η Ελένη Νικολαίδου είναι φιλόλογος – ιστορικός, υποψήφιος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου και συντονίστρια του εκπαιδευτικού δικτύου www.alfavita.gr