Οι πιέσεις που υπέστη τις δύο τελευταίες ημέρες η Ανγκελα Μέρκελ τόσο από τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα όσο και από τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ όχι μόνον για την ελληνική υπόθεση αλλά και για το σύνολο του ευρωπαϊκού προβλήματος ήταν ισχυρές. Πλην όμως δεν στάθηκαν ικανές για να την πείσουν να μεταβάλλει στο ελάχιστο την πολιτική της: αυτό, φυσικά, δεν αποτελεί έκπληξη. Το αντίθετο θα αποτελούσε.
Αν φύγουμε για μια στιγμή από το δικό μας πρόβλημα, που δυστυχώς μοιάζει άλυτο, και επιχειρήσουμε να δούμε τη «μεγάλη εικόνα», κι αν φυσικά θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα, θα διαπιστώσουμε αμέσως ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει πλέον υποστεί ένα τεραστίων διαστάσεων πλήγμα που η πιθανότητα ανάταξής του μοιάζει περίπου αδύνατη. Ποιο είναι αυτό; Είναι το πλήγμα εμπιστοσύνης.
Σήμερα, στα μισά του 2012, ουδείς εμπιστεύεται τον άλλο στην Ευρώπη: οι κυβερνήσεις είναι απόλυτα καχύποπτες έναντι αλλήλων, ενώ, κάποιοι λαοί αμφισβητούν πλέον άλλοι λιγότερο και άλλοι ριζικά τη δομή του κοινού οικοδομήματος, ειδικά αυτού της ευρωζώνης.
Το κενό εμπιστοσύνης είναι καθοριστικής σημασίας και όσοι το υποτιμούν, λανθάνουν. Γιατί η εμπιστοσύνη ήταν το κύριο συνεκτικό υλικό αυτής της προσπάθειας: οι δομές που υπάρχουν δεν είναι αρκετές για να την υποκαταστήσουν την ώρα που αυτή καταρρέει. Ευρώπη χωρίς εμπιστοσύνη, δεν είναι αυτό που ήταν και αυτό που σχεδιαζόταν να γίνει και, ουσιαστικά, δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Σήμερα, η Ευρώπη έχει μπλοκάρει πλήρως. Η εξέλιξη στην ελληνική κρίση, αλλά, κυρίως, το που θα πάει η υπόθεση της Ισπανίας και της Ιταλίας, όχι μόνον δεν αναμένεται να αποτελέσουν εφαλτήρια υπέρβασης αυτής της κρίσης εμπιστοσύνης, αλλά, αντιθέτως, θα βαθύνουν το ρήγμα πολύ περισσότερο και μάλιστα σύντομα.
Η πραγματικότητα, είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, είναι ότι οι εθνικές πολιτικές ατζέντες έχουν επανακτήσει μέγα μέρος του χώρου που κάποτε κάλυπτε η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Όπως πρώτος και πολύ έγκαιρα είχε πει ο Χέλμουτ Κολ ασκώντας δριμεία κριτική στην Ανγκελα Μέρκελ, η Ευρώπη επανεθνικοποιείται και αυτό συμβαίνει πια με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς αντιστάσεις.
Δυστυχώς, παρά την περί του αντιθέτου γενική πεποίθηση, η Ελλάδα και η Γερμανία πρωταγωνίστησαν σε αυτή την κατεύθυνση: Βερολίνο και Αθήνα «συνεργάστηκαν» δύο χρόνια τώρα πολύ αποτελεσματικά στην πορεία διάλυσης του κοινού οικοδομήματος. Με το άθλιο κράτος που οικοδόμησε, η Ελλάδα έδωσε την αφορμή, το «τέλειο άλλοθι» πάνω στο οποίο η Γερμανία οικοδόμησε τα δύο τελευταία χρόνια την προσπάθεια γερμανοποίησης όλης της ευρωζώνης. Οποιος δεν θέλει να κοροιδεύει τον εαυτό του, γνωρίζει πολύ καλά ότι η ημιθανής Ευρώπη, δεν συνιστά πλέον επαρκή απάντηση γι’ αυτόν τον τόπο.
Όμως, όλα αυτά, σύντομα τελειώνουν. Μία ευρύτερη κρίση είναι μπροστά μας και σύντομα αναμένεται να ξεσπάσει. Μπορούμε φυσικά, πάντα, να κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε. Θα ήταν όμως πολύ καλύτερο για τη χώρα αν δεν επέλεγε αυτή την οδό και, αν αντίθετα, παράλληλα με όλες τις άλλες προσπάθειές της, έχτιζε από αύριο το πρωί συστηματικά τόσο τις εσωτερικές άμυνές της, όσο – κυρίως – τις διεθνείς συμμαχίες της.
Ουδείς πρέπει να λησμονεί ότι η Ελλάδα, πολύ πριν γίνει ευρωατλαντική χώρα, υπήρξε ατλαντική. Και ως τέτοια, παρά τα τεράστια εσωτερικά προβλήματα, στάθηκε στα πόδια της, ξεπέρασε τις καταστροφές και πήγε, τελικά, πιο πέρα.
Γι’ αυτό και η νέα κυβέρνηση που αναμένεται να σχηματιστεί στις επόμενες ώρες, πρέπει, χωρίς να εγκαταλείψει την ευρωπαϊκή της μάχη, κάθε άλλο μάλιστα, να αποφασίσει να ενισχύσει επιτέλους αποφασιστικά την ατλαντική υπόσταση και κατεύθυνση της χώρας, κάτι που, όποτε το έπραξε, η Ελλάδα, βγήκε πάντοτε πιο ενισχυμένη.
Τώρα, αν αντί γι’ αυτό η χώρα αποφασίσει για ακόμα μια φορά ότι πρέπει να παραμείνει δέσμια παλαιοαριστερών, από χρόνια πεθαμένων, αντιαμερικανικών ιδεολογημάτων, ή, πολύ περισσότερο, να τα αντικαταστήσει με άλλες, νέου τύπου επικίνδυνες και ατελέσφορες γεωπολιτικές φαντασιώσεις, θα έχει κάνει ουσιαστικά μία επιλογή απογύμνωσης και πλήρους αποδυνάμωσης της χώρας.
Η νέα κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί αμέσως ότι το δόγμα «Ανήκουμε στη Δύση» όχι απλώς δεν έχει πεθάνει, αλλά, για πολλούς λόγους – ευρωπαϊκή κρίση, Συρία, Μέση Ανατολή – είναι όσο ποτέ επίκαιρο και χρήσιμο για την επιβίωση της Ελλάδας. Και πρέπει να είναι σε θέση να το κινήσει στην πράξη, να το θέσει σε έμπρακτη εφαρμογή, το ταχύτερο δυνατόν. Αν μπορεί, ήδη από αύριο το πρωί.